Υποκριτική

Είμεθα λαός, εμείς οι Έλληνες, που δεν τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση για την τέχνη. Την θεωρούμε κατά κανόνα  είδος πολυτελείας, σαν κάτι «ως εκ περισσού», μια ενασχόληση που δεν διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην ζωή μας.

Κι αν μεν αυτή είναι μια ανώδυνη προσέγγιση της τέχνης, σε άλλες περιπτώσεις η τέχνη αντιμετωπίζεται εκ μέρους μας σαν πηγή ηθικής εκτροπής, όπως, ορισμένως, συμβαίνει με την τέχνη του ηθοποιού, την υποκριτική, για την οποία καταλήγομε να πούμε ότι είναι ένας δόλιος τρόπος προκειμένου να κρύψεις από τον άλλο ό, τι πραγματικά σκέπτεσαι ή αισθάνεσαι ώστε να πετύχεις ανομολόγητους στόχους σου. Το πόσο άδικο είναι να αντιμετωπίζομε έτσι την υποκριτική το αποκαλύπτει η ιστορία του Δημοσθένη, του αρχαίου ρήτορα των Αθηνών.

Ο Δημοσθένης απεφάσισε να γίνει ρήτωρ, για να διεκδικήσει στα δικαστήρια την πατρική περιουσία του, την οποία καταχράστηκαν οι κηδεμόνες του. Έχασε όμως την δίκη και μαζί και την περιουσία του. Την ίδια αποτυχία γνώρισε και με τους λόγους  που συνέχισε να γράφει επί αμοιβή για να μπορεί να επιβιώνει, αλλά κι όσες φορές επιχείρησε να μιλήσει στην εκκλησία του Δήμου.

Χάρη στην συνδρομή ενός φίλου του, ηθοποιού, του Σάτυρου, κατάλαβε ποια ήταν αιτία των αλλεπάλληλων εκείνων αποτυχιών του: ότι, για να προκαλέσεις το ενδιαφέρον  και να πείσεις, δεν αρκεί τι θα πεις, όπως εκείνος ως τότε προσπαθούσε να κάνει, αλλά χρειάζεται και ο τρόπος που θα το πεις. Ο Σάτυρος, λοιπόν, κάλεσε τον Δημοσθένη να διαλέξει ένα απόσπασμα από τον Ευριπίδη ή από τον Σοφοκλή και να το διαβάσει. Μετά ο Σάτυρος διάβασε το ίδιο απόσπασμα δίνοντας στην φωνή του, ανάλογα προς την σημασία των λέξεων, το ιδαίτερο χρώμα και την κατάλληλη ένταση με το κορμί του να παίρνει την προσήκουσα στάση και το πρόσωπό του να προσλαμβάνει τις δέουσες εκφράσεις. Ο Δημοσθένης, βλέποντας ότι, χάρη στην θεατρικότητα του φίλου του ηθοποιού, η διαφορά στην απόδοση του κειμένου από τον ίδιο και από τον Σάτυρο ήταν η μέρα με την νύχτα, απεφάσισε να κάνει ό, τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να βελτιώσει την σκηνική παρουσία του κατά την εκφορά των λόγων του. Για να διορθώσει την αστάθεια και το τραύλισμα στην φωνή του μιλούσε έχοντας στο στόμα του χαλίκια, για να δυναμώσει την αναπνοή του περπατούσε στους δρόμους και ανέβαινε ανηφοριές απαγγέλλοντας ακατάπαυστα στίχους και λόγους, για να ελέγχει την στάση του σώματός του εκφωνούσε ομιλίες μπροστά σε μεγάλο καθρέφτη. Επί ώρες, ενίοτε και επί μέρες, έμενε κλεισμένος στο σπίτι του μελετώντας τον τρόπο που θα έπρεπε να μιλάει. Ξύρισε μάλιστα το μισό κεφάλι του, ώστε από ντροπή να μην βγαίνει έξω να αναλίσκεται σε άλλες δραστηριότητες.

Χάρη στην υποκριτική δεινότητα, την οποία κατάφερε να  αποκτήσει ύστερα από επίπονη άσκηση, οι λόγοι του περιεβλήθησαν με αξία –τόση μάλιστα, ώστε να αναγνωριστεί ως ο κορυφαίος ρήτωρ, και ανθρώπινες αδυναμίες, όπως η φιλοχρηματία και η δειλία και η μωροφιλοδοξία, που ασφαλώς τον βάρυναν, να μην μπορούν να σκιάσουν το μεγαλείο του ως ρήτορα. Το τι χρωστούσε στην υποκριτική το ανεγνώριζε πρώτα από όλους ο ίδιος. Τρία πράγματα, έλεγε, χρειάζεται ο ρήτορας  για πετύχει: πρώτον  ηθοποιΐα, δεύτερον ηθοποιΐα, τρίτον ηθοποιΐα.

Ας μην μπερδεύομε την υποκριτική συμπεριφορά στην ηθική της διάσταση, σαν ένα μέσο εξαπάτησης του άλλου, με την υποκριτική ικανότητα στην αισθητική της διάσταση, σαν ένα όχημα που επιτρέπει να ξεφύγομε από την μίζερη και αφόρητα πληκτική επανάληψη του δεδομένου και του καθιερωμένου.