Δανδισμός

Η τέχνη, για να δικαιωθεί, χρειάζεται πρωτίστως να είναι όμορφη –όμορφη στους κόλπους μιας κοινωνίας βουτηγμένης, δυστυχώς, στο χυδαίο, μιας κοινωνίας η οποία δεν ανέχεται τους υπηρέτες της τέχνης που υπερασπίζονται την ομορφιά ενάντια στην ευτέλειά της. Οι υπέρμαχοι του ωραίου στέκονται μπροστά στο πλήθος που ζητάει την καταδίκη τους αντιμετωπίζοντάς το ψυχρά, υπεροπτικά, προκλητικά.

Η στάση τους δεν είναι αποσπασματική, ανεξάρτητη του ενός από του άλλου. Διαμορφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα σε οργανωμένο τρόπο συμπεριφοράς, που έλαβε την ονομασία «δανδισμός», χαρακτηριστικό του οποίου είναι η υπέρμετρη επιμέλεια της εμφάνισης των οπαδών του –η σχολαστική φροντίδα για  την καθαριότητα, το χτένισμα και τα ρούχα τους.

Η εμμονή αυτή των οπαδών του δανδισμού στην εμφάνισή τους παρεξηγήθηκε, με αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί η εικόνα τους, και δανδής, πλέον, στην δημώδη, στην τρέχουσα σημασία του, να σημαίνει ένα πρόσωπο χωρίς κανένα βάθος, κενό, ένα πρόσωπο που, στερούμενο οποιουδήποτε –πνευματικού, ηθικού, καλλιτεχνικού ή άλλου ανάλογου– χαρίσματος,  ενδιαφέρεται αποκλειστικώς για την εμφάνισή του, την οποία μεταχειρίζεται σαν όχημα για να επιπλεύσει στην κοινωνία.

Στην πραγματικότητα, όμως, η αδιάλειπτη επιμονή του δανδή στην κομψότητα δεν αποσκοπεί  στην ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του. Είναι ένα στρατήγημα διάσωσής του. Κατασκευάζοντας ο δανδής το άψογο παρουσιαστικό του, επινοεί μιαν εικόνα κάτω από την οποία υφίσταται ο πραγματικός εαυτός του. Υπάρχει διττώς: ως ένα επιτηδευμένο, επινοημένο πρόσωπο, που το πλήθος βάζει στο στόχαστρό του, και ως ένα ανεπιτήδευτο πρόσωπο, που ο ίδιος το τυλίγει επιμελώς και το συγκαλύπτει με την επιτηδευμένη προβολή του. Προκαλώντας την καταδίκη του βάσει των πλαστών στοιχείων που ο ίδιος προβάλλει, επιτρέπει στον εαυτό του να μένει αλώβητος, δίνοντας απλώς την ψευδαίσθηση στους άλλους ότι τον έχουν εξουθενώσει. Εξ ου και η υπεροψία του απέναντι στις χυδαίες επιθέσεις του πλήθους. Σαν να λέει στο έξαλλο πλήθος την ώρα που τον σπρώχνει στα τάρταρα: μην  πανηγυρίζετε, γιατί «εγώ», όπως διακηρύσσει ο Ρεμπώ, «είμαι ένας άλλος»!