Αριστοτέλης

Κανένας, ίσως, φιλόσοφος στην διαχρονία της ιστορίας δεν θαυμάστηκε τόσο πολύ αλλά και δεν αμφισβητήθηκε σε τέτοιο βαθμό, όσο ο Αριστοτέλης, που γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγιρα της Χαλκιδικής. Στον μεσαίωνα, ορισμένως, τόσος ήταν ο σεβασμός για την πνευματική αξία του, ώστε, όταν μιλούσαν γι’ αυτόν, να μην χρησιμοποιούν το όνομά του αλλά να λένε απλώς «ο φιλόσοφος». Αργότερα, όμως, στην εποχή της Αναγέννησης, η αυθεντία του αμφισβητήθηκε τόσο, που ορισμένοι δεν δίστασαν να τον αποκαλέσουν ως και τσαρλατάνο. Ανεξάρτητα, όμως, από τα σκαμπανεβάσματα της μοίρας, που μπορεί την μια να σε ανεβάζουν στα ύψη και την άλλη να σε πηγαίνουν στον πάτο, ο Αριστοτέλης μαζί με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα είναι οι τρεις στοχαστές που με τις ιδέες των έθεσαν τις βάσεις της φιλοσοφίας όπως εξελίχθηκε στην συνέχεια και, γενικότερα, αυτού που ονομάζομε «δυτικό πολιτισμό».

Μάλιστα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι κατά έναν έμμεσο τρόπο η συνεισφορά του Αριστοτέλη στην εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού υπήρξε συνεχής και, ως εκ τούτου μεγαλύτερη[*], αν υπολογιστεί ότι από τον μεσαίωνα, και ειδικότερα από τον 12ο αιώνα, και μετά η έγκυρη γνώση παράγεται, κυρίως, στα πανεπιστήμια, στην ίδρυση των οποίων συνέβαλε με το συγγραφικό έργο του και ο Αριστοτέλης. Συγκεκριμένα, οι Άραβες, όταν ήρθαν στην Ευρώπη τον 8ο και 9ο αιώνα, έφεραν, μεταξύ άλλων, μαζί τους και τα κείμενα του Αριστοτέλη μεταφρασμένα στην δική τους γλώσσα, τα οποία προηγουμένως είχαν αποδοθεί στα συριακά και τα περσικά. Επόμενο ήταν από τις αλλεπάλληλες αυτές μεταφράσεις τα συγγράμματα του Αριστοτέλη να έχουν υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις. Έτσι, μαζί με την μετάφρασή τους στα λατινικά, που ήταν η γλώσσα την οποία μιλούσε τότε ο πεπαιδευμένος κόσμος στην Ευρώπη, κρίθηκε αναγκαία και η θεραπεία τους από παρανοήσεις, αυθαιρεσίες και παραλείψεις. Η αποκατάσταση, όμως, ενός κειμένου στην ορθή του διατύπωση δεν θα μπορούσε να είναι δουλειά ενός ανθρώπου, αλλά απαιτούσε την συνεργασία περισσοτέρων του ενός επιστημόνων, για την οποία θεωρήθηκε σκόπιμο να υπάρξει και ο κατάλληλος τόπος συνάντησής των, όπου θα είχαν την δυνατότητα οι σχολιαστές και οι μελετητές των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη να φέρουν εις πέρας το θεραπευτικό έργο τους. Η ανάγκη, λοιπόν, να υπάρξει ένας χώρος όπου οι επιστήμονες θα μπορούσαν να συνεργαστούν, προκειμένου να καταλήξουν στο τι πραγματικά είπε ο Αριστοτέλης, μαζί με άλλους επίσης λόγους, ήταν η αφορμή για την δημιουργία των πρώτων πανεπιστημίων, τα οποία, εκτός από ερευνητικά κέντρα, ήταν και εκπαιδευτικά ιδρύματα, χώροι, δηλαδή, όπου καλλιεργούνταν η γνώση από επιστήμονες, προκειμένου αυτή ως εκ της φύσεώς της[†] να μεταφερθεί στους νέους σπουδαστές, οι οποίοι, στην συνέχεια, με την σειρά τους, αν εξελίσσονταν σε δασκάλους, θα ήταν υποχρεωμένοι να την διδάξουν, μέσα τους κόλπους των πανεπιστημίων, σε άλλους νέους σπουδαστές, και ούτω καθεξής, όπως λίγο-πολύ συνέβη μέχρι σήμερα.

Την ιδέα ότι η γνώση είναι ένα ελεύθερο αγαθό που θα πρέπει να ταξιδεύει από τον έναν άνθρωπο στον άλλο και από γενιά σε γενιά φαίνεται να την είχε ενστερνιστεί ο Αριστοτέλης και να προσπάθησε να την προωθήσει μέσω της σχολής που ίδρυσε ύστερα από αρκετές περιπέτειες στην ζωή του . Αφού, συγκεκριμένα, όντας γιος του προσωπικού, όπως λέγανε, γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα, έτυχε στην γενέτειρά του επιμελημένης μόρφωσης, κατέβηκε, ενώ ήταν ακόμη έφηβος, περίπου 17 ετών, στην Αθήνα, προκειμένου να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα, όπου έμεινε 20 χρόνια, ως τον θάνατο του Πλάτωνα, οπότε, όταν ανέλαβε κάποιος άλλος από τους μαθητές του[‡] την διεύθυνσή της, εγκατέλειψε την Αθήνα, για να πάει στην Άσσο της Μικράς Ασίας, στην αυλή του ηγεμόνα Ερμεία, από όπου ύστερα από την ανατροπή και τον θάνατο του Ερμεία, και αφού έμεινε για λίγο στην Λέσβο, πήγε στην Πέλα, ύστερα από πρόσκληση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄, προκειμένου να αναλάβει την εκπαίδευση του γιου του Αλέξανδρου, για να επανακάμψει κατόπιν στην Αθήνα, όπου ίδρυσε την δική του σχολή, το Λύκειο[§], στο οποίο, εκτός από την φιλοσοφία, καλλιεργούνταν οι επιστήμες της εποχής. Εκεί, στο Λύκειο, παράλληλα προς την ερευνητική ενασχόλησή του, που κάλυπτε περίπου όλα τα αντικείμενα της γνώσης της εποχής –την λογική, την γνωσιολογία, την μεταφυσική, την ηθική, την αισθητική, την πολιτική, την φυσική, την ανατομία, την αστρονομία, την βοτανική, την γεωγραφία, την γεωλογία, την μετεωρολογία, την ζωολογία, την οικονομία, την ψυχολογία, την ρητορική, την θεολογία, – ο Αριστοτέλης δίδαξε περίπου επί 12 χρόνια, οπότε εγκατέλειψε πάλι την Αθήνα –όχι με δική του θέληση την φορά αυτή. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ορισμένως, του οποίου υπήρξε δάσκαλος, και την επικράτηση στην Αθήνα της αντιμακεδονικής πλευράς, κατηγορήθηκε για ασέβεια. Προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες της κατηγορίας που του αποδόθηκε και για να μην επιτρέψει, όπως παραδίδεται, στους Αθηναίους να αμαρτήσουν για δεύτερη φορά, μετά τον Σωκράτη, εναντίον της φιλοσοφίας, κατέφυγε στην Χαλκίδα, την πόλη καταγωγής της μητέρας του, όπου, ύστερα από έναν χρόνο, το 322 π.Χ., πέθανε. Το Λύκειο, όμως, δεν σταμάτησε την λειτουργία του κι όταν αυτός έφυγε αρχικά από την Αθήνα και, στην συνέχεια, από την ζωή. Στην διεύθυνση της σχολής πού ίδρυσε τον διαδέχθηκε ο μαθητής του και κληρονόμος του Θεόφραστος, ύστερα από τον οποίο, στους επόμενους αιώνες, την ευθύνη της λειτουργίας της ανέλαβαν άλλοι τρόφιμοί της συνεχίζοντας, έτσι, αδιάκοπα, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, το ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο της. Προοδευτικά, ωστόσο, το Λύκειο έπαψε να λειτουργεί ως σχολή εγκατεστημένη σε έναν συγκεκριμένο χώρο χωρίς, όμως, παρά την ριζική αυτή αλλαγή, να πάψει και μετά να συμβάλλει στην εξέλιξη της γνώσης υπό μιαν άλλη ιδιότητα: σαν σχολή, δηλαδή, με την έννοια της υιοθέτησης του τρόπου σκέψης που είχε εισηγηθεί ο Αριστοτέλης. Επρόκειτο για ένα πρωτότυπο φιλοσοφικό σύστημα και μια καινούρια μέθοδο προσέγγισης των πραγμάτων.

Ειδικότερα, η αλήθεια για ένα πράγμα, στην σύλληψη της οποίας αποσκοπεί η γνώση[**], κατά τον Αριστοτέλη αντιστοιχεί στην ουσία του πράγματος, η οποία αντιδιαστέλλεται προς τις άλλες ιδιότητές του –όπως, για παράδειγμα, το χρώμα του– κατά το ότι, αν αλλάξουν οι τελευταίες αυτές, το πράγμα θα εξακολουθεί να υπάρχει, σε αντίθεση με την ουσία του που, αν αλλάξει, το πράγμα θα πάψει να υπάρχει. Η ουσία του κάθε πράγματος είναι ο σκοπός που υπάρχει αυτό, ο οποίος είναι ενσωματωμένος μέσα στο πράγμα. Η ουσία του πνεύμονά μου, ας πούμε, είναι ο σκοπός για τον οποίο υπάρχει, που δεν είναι άλλος από το ότι με κάνει να αναπνέω. Το ίδιο μπορώ να πω και για τον πνεύμονα τον δικό σου, ότι, δηλαδή, η ουσία του είναι να σε κάνει να αναπνέεις, και για τον πνεύμονα κάποιου άλλου προσώπου ότι, δηλαδή, η ουσία του είναι να το κάνει να αναπνέει, μέχρι να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η ουσία του πνεύμονα γενικά είναι η λειτουργία της αναπνοής. Έχοντας υπόψη μου το γενικό αυτό χαρακτηριστικό μπορώ να ξέρω αν ένα όργανο είναι πνεύμονας ή όχι: αν μεν διαπιστώσω ότι έχει μέσα του ενσωματωμένη την λειτουργία της αναπνοής, είναι πνεύμονας, αν όχι, δεν είναι πνεύμονας. Η λειτουργία της αναπνοής που μοιράζονται από κοινού όλοι πνεύμονες, καθώς επίσης και κάθε άλλο γενικό χαρακτηριστικό που μοιράζονται μεταξύ τους άλλες ομάδες πραγμάτων, όπως, ας πούμε, η υπόδειξη της ώρας, που μοιράζονται όλα τα ρολόγια, ή η πτητική ιδιότητα, που έχουν όλα τα αλκοολούχα υγρά, συνιστούν ό,τι ο Αριστοτέλης όρισε ως καθόλου. Προκειμένου, λοιπόν, να γνωρίσομε τα πράγματα και να συλλάβομε την αλήθεια γι’ αυτά, οφείλομε, κατά τον Αριστοτέλη να ακολουθήσομε μια σύνθετη μέθοδο: να ερευνάμε, πρώτα, τα πράγματα, προκειμένου να αχθούμε στα καθόλου, στα γενικά χαρακτηριστικά που τα προσδιορίζουν έτσι, ώστε, κατόπιν, σε σχέση προς το πράμα που θέλομε να γνωρίσομε, έχοντας υπόψη μας το καθόλου, να μπορούμε, εφόσον εντοπίσομε το τελευταίο αυτό στο εν λόγω πράγμα, να ξέρομε τι είναι το πράγμα αυτό. Τα περί της ουσίας των πραγμάτων και του τρόπου που τα γνωρίζομε, παρατήρησε ο Αριστοτέλης, ανάγονται στον τομέα της θεωρητικής γνώσης, τον έναν από τους τρεις τομείς στους οποίους διέκρινε αυτός την γνώση. Οι άλλοι δύο τομείς της γνώσης, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ο τομέας της πρακτικής γνώσης και ο τομέας της ποιητικής γνώσης. Στον τομέα της πρακτικής γνώσης περιλαμβάνονται αφενός μεν η πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας Αριστοτέλης παρατήρησε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως πολιτικό ζώο και ότι η πολιτεία συνιστά έναν οργανισμό που προηγήθηκε της οικογένειας, η οποία είναι προγενέστερη του ανθρώπου ως ατομικής οντότητας, αφετέρου δε η ηθική, σε σχέση προς την οποία ο Αριστοτέλης ισχυρίστηκε ότι η ηθική συμπεριφορά μας εξαρτάται από τις αρετές, οι οποίες ορίζονται ως μεσότητες μεταξύ δυο ακροτήτων[††]. Αναφορικά προς την ποιητική γνώση, εξάλλου, ο Αριστοτέλης, πέρα από την ανάλυση της δραματικής ποίησης, και ειδικότερα της τραγωδίας, μίλησε για την διάκριση των βάναυσων τεχνών, όπως η ξυλουργική, που ως στόχο τους έχουν να συμπληρώνουν την φύση με πράγματα, όπως τα τραπέζια ή οι καρέκλες, που δεν υπάρχουν εκ φύσεως, και τις καλές τέχνες, όπως η ζωγραφική, που η λειτουργία τους συνίσταται στην μίμηση πραγμάτων και καταστάσεων. Για να φτάσομε, όμως, στην αλήθεια, που αποτελεί το ζητούμενο της γνώσης, είτε πρόκειται για την θεωρητική είτε για την πρακτική είτε για την ποιητική γνώση, αναγκαία προϋπόθεση είναι να σκεφτόμαστε σωστά, να μην κάνει ο στοχασμός μας άλματα πηδώντας άτακτα από δω κι από κει, αλλά να προχωράει στρωτά, με κανονικά βήματα, το ένα σε συνέχεια του άλλου. Η επιστήμη που εξετάζει τους κανόνες προς τους οποίους οφείλει να συμμορφώνεται ο στοχασμός μας, αν θέλομε να σκεφτόμαστε σωστά, είναι η λογική, η οποία, κατά τον Αριστοτέλη, δεν αποτελεί τομέα της γνώσης, αλλά συνιστά το προκαταρκτικό στάδιο για τους τομείς της γνώσης –τον θεωρητικό, τον πρακτικό και τον ποιητικό τομέα της γνώσης–, αφού ο στόχος της δεν είναι η σύλληψη της αλήθειας, που είναι το ζητούμενο της γνώσης, αλλά η εγκυρότητα[‡‡] του τρόπου που σκεπτόμαστε, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση για να φτάσει η γνώση στην αλήθεια. Λαμβάνοντας υπόψη του, λοιπόν, την ανάγκη δημιουργίας ενός τομέα που θα αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της έγκυρης γνώσης, ο Αριστοτέλης εισηγήθηκε ένα πλήρες σύστημα λογικής, μοναδικό ως τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε διατυπώθηκαν άλλα συστήματα λογικής, χωρίς, παρόλα αυτά, το λογικό σύστημα του Αριστοτέλη να χάσει ποτέ την ισχύ του[§§] –όπως, άλλωστε, συνέβη με πολλές ιδέες του Αριστοτέλη, που εξακολουθούν να προκαλούν το ενδιαφέρον της κοινότητας του πνεύματος.

Κατεβάστε το pdf αρχείο εδώ

[*] Το προβάδισμα του Αριστοτέλη έναντι του Σωκράτη και του Πλάτωνα το υπαινίσσεται ο Δάντης στην Θεία Κωμωδία, όταν στους πρώτους κύκλους της κολάσεως λέει:

Είδα εκεί τον Κύριο (δηλαδή τον Αριστοτέλη) εκείνων που γνωρίζουν,

Ανάμεσα στην φιλοσοφική οικογένεια,

Ο οποίος θαυμάζεται από όλους και είναι σεβαστός από όλους.

Είδα εκεί, επίσης, τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη,

Που στέκονταν πίσω από εκείνον, και πιο κοντά του από τους υπόλοιπους.

[†] Η γνώση είναι ένα ελεύθερο αγαθό που σαν τέτοιο δεν πρέπει να περιορίζεται σε όσους συμβαίνει να το κατέχουν αλλά να μεταφέρεται και σε άλλους

[‡] Ο Σπεύσιππος, ο ανεψιός του Πλάτωνα.

[§] Το Λύκειο έλαβε την ονομασία αυτή από το ιερό του Λυκείου Απόλλωνα, το οποίο βρισκόταν κάπου μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισού, όπου ήταν εγκατεστημένη η σχολή. Στο Λύκειο ο Αριστοτέλης δίδαξε από το 335 π.Χ, οπότε το ίδρυσε, έως το 323 π.Χ., οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, για να γλιτώσει από τις συνέπειες της κατηγορίας που του απήγγειλαν οι Αθηναίοι επί ασεβεία ύστερα από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το Λύκειο, ωστόσο, όπως και οι άλλες σχολές της αρχαιότητας –η Ακαδημία του Πλάτωνα, η Μεγαρική Σχολή, η Κυνική Σχολή, κ.ά.– δεν θα πρέπει να συγχέονται με τον θεσμό του πανεπιστημίου. Και τούτο, γιατί οι τρεις απαραίτητοι συντελεστές του πανεπιστημίου –οι διδάσκοντες, οι οποίοι αμείβονται για το έργο τους, οι σπουδαστές, οι οποίοι οφείλουν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους και να καταβάλουν δίδακτρα για την εκπαίδευσή τους, και το πρόγραμμα διδασκαλίας– δεν πληρούνται από τις σχολές της αρχαιότητας.

[**] Π.χ., γνωρίζω ότι το άθροισμα των γωνιών ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με δυο ορθές, επειδή είναι αλήθεια πως το άθροισμα των γωνιών ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με δυο ορθές. Δεν δικαιούμαι, όμως, να πω ότι γνωρίζω πως το άθροισμα των γωνιών ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με μια ορθή, επειδή δεν είναι αλήθεια ότι το άθροισμα των γωνιών ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με μια ορθή.

[††] Πβ., κεφ. 1, «Θαλής», σ …………………………

[‡‡] Άλλο εγκυρότητα και άλλο αλήθεια. Ο συλλογισμός, για παράδειγμα,

Όλοι οι άνθρωποι είναι μια πιθαμή

Ο Πέτρος είναι άνθρωπος

‘Αρα, ο Πέτρος είναι μια πιθαμή

είναι έγκυρος, αφού το συμπέρασμα συνάγεται κατ’ ανάγκην από τις προκείμενες, αλλά, προφανώς, δεν είναι αληθής.

[§§] Το σύστημα της λογικής, που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο τιμές αληθείας, την αλήθεια ή το ψεύδος, να είναι δηλαδή είτε αληθής είτε ψευδής. Η πρόταση, παραδείγματος χάριν, «έξω βρέχει» είναι είτε αληθής είτε ψευδής, είτε έξω βρέχει είτε δεν βρέχει έξω , δεν μπορεί να μην είναι αληθής ούτε ψευδής, ούτε να μην βρέχει έξω ούτε να βρέχει έξω, ούτε μπορεί να είναι και αληθής και ψευδής, και να βρέχει έξω και να μην βρέχει έξω. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο, φιλόσοφοι διατύπωσαν άλλα συστήματα λογικής στηρίζοντάς τα σε τρεις, τέσσαρις κ.ο.κ. τιμές αληθείας, τα οποία συγκροτούν την καλούμενη «πολύτιμη λογική».