Ιμάνουελ Καντ

Ο Ιμάνουελ Καντ (1724 – 1804) γεννήθηκε και πέθανε στην Καινιξβέργη, που τότε ανήκε στην Γερμανία και σήμερα, ως Καλίνιγκραντ πλέον, βρίσκεται στην επικράτεια της Ρωσίας, στην Βαλτική. Από την πόλη αυτή ο Καντ δεν έφυγε ποτέ. Κανένα ταξίδι –ούτε μέσα στην Γερμανία ούτε στο εξωτερικό[1]. Στην πόλη αυτή μορφώθηκε και στην πόλη αυτή εργάστηκε –πρώτα, από το 1755, ως άμισθος[2] υφηγητής και, κατόπιν, από το 1770, ως τακτικός καθηγητής της λογικής και της μεταφυσικής. Ήταν ελκυστικός δάσκαλος πάνω στην έδρα, πράγμα που, ασφαλώς, δεν συμβάδιζε ούτε με την φυσική παρουσία του[3] ούτε με την στρυφνή και δυσκολονόητη γραφή του[4] –τόσο γοητευτικός ομιλητής, μάλιστα, ώστε οι φοιτητές του φρόντιζαν να πηγαίνουν νωρίς στο αμφιθέατρο, για να πιάσουν καλή θέση. Έζησε μια ζωή αυστηρά προγραμματισμένη. Αρκεί να λεχθεί ότι οι νοικοκυρές, βλέποντάς τον νωρίς το απόγευμα να κάνει τον καθιερωμένο περίπατό του, γύριζαν τους δείκτες του ρολογιού των στις 3.30 μμ. Η μοναδική φορά που δεν φάνηκε ο Καντ να κάνει τον καθιερωμένο απογευματινό περίπατό του ήταν, όταν απορροφήθηκε διαβάζοντας τον Αιμίλιο του Ρουσώ, του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω, λόγω του θαυμασμού που του έτρεφε είχε το πορτρέτο στο σπίτι του. Δεν παντρεύτηκε, αν και δυο φορές σκέφτηκε σοβαρά τον γάμο. Την μια φόρα, όμως, λόγω της έμφυτης διστακτικότητας του, καθυστερούσε να πάρει την απόφαση, με αποτέλεσμα εν τω μεταξύ η γυναίκα να επιλέξει κάποιον άλλον, και την άλλη, λόγω του στενού δεσμού που ένιωθε με την γενέτειρά του, αρνήθηκε να ακολουθήσει μακριά από την Καινιξβέργη την γυναίκα που τον ενδιέφερε. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι επέλεξε να ζει μόνος, ήταν ένας κοινωνικά ευχάριστος άνθρωπος. Δεν παρέλειπε να καλεί σε δείπνο φίλους θεωρώντας ότι η κοινωνική συντροφιά ασκεί, όπως το γέλιο, θετική επιρροή στην ζωή. Τέτοιες αντιφάσεις, όπως το να ζει μόνος και παράλληλα να επιδιώκει την κοινωνική συναναστροφή, θα μπορούσαν να επισημανθούν και άλλες επάνω του. Αίφνης, ενώ είχε μέσα του τον πόθο να καταξιωθεί γρήγορα στον τομέα που επέλεξε να ασχοληθεί, γιατί έτσι, έλεγε, θα είχε τον καιρό μετά να διορθώσει τα λάθη που τυχόν θα είχε διαπράξει, η αναγνώριση, εντούτοις, ήρθε αργά –στα 57 του.

Το ξύπνημα από τον δογματικό λήθαργο

Αιτία, για να ξεπεράσει η φήμη του τα στενά όρια του πανεπιστημίου της Καινιξβέργης[5] και με τον καιρό να απλωθεί αργότερα σε ολόκληρο τον κόσμο, υπήρξε ο Χιουμ, ο οποίος, στο πλαίσιο της διδασκαλίας του εμπειρισμού[6] που είχε υιοθετήσει, είχε εισηγηθεί τον σκεπτικισμό[7]. Διαβάζοντας, συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα του Χιουμ, με τα οποία ο τελευταίος αυτός αμφισβητούσε την ύπαρξη του εαυτού μας και την ισχύ της αρχής της αιτιότητας πάνω στην οποία στηρίζεται η δυνατότητα της γνώσης, ο Καντ ένιωσε τον κόσμο μέσα του να κλονίζεται. Από τα φοιτητικά του χρόνια ο Καντ είχε μελετήσει και υιοθετήσει την διδασκαλία του ορθολογισμού[8], σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, η γνώση είναι εφικτή στον άνθρωπο. Διαβάζοντας, όμως, ο Καντ το έργο του Χιουμ αισθάνθηκε την ανάγκη να προβληματιστεί πάνω στην αισιόδοξη άποψη των οπαδών του ορθολογισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει την απόλυτη γνώση, ένιωσε, όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά, σαν να ξύπνησε από τον «δογματικό λήθαργο»[9] στον οποίο βρισκόταν. Παράλληλα, όμως, ο Καντ δεν ήταν διατεθειμένος να υιοθετήσει την θέση του Χιουμ για αμφισβήτηση της γνώσης, μια και γενικά ένιωθε αποστροφή προς τους οπαδούς του σκεπτικισμού, τους οποίους παρομοίαζε με «τους νομάδες εκείνους που, περιφρονώντας κάθε μόνιμο τρόπο ζωής, καταλύουν από καιρού εις καιρόν την πολιτισμένη κοινωνία στο σύνολό της»[10]. Θεώρησε, λοιπόν, χρέος του να απαντήσει στον σκεπτικισμό του Χιουμ επινοώντας, όμως, για την θεμελίωση της δυνατότητας της γνώσης καινούρια επιχειρήματα, διαφορετικά από τις θέσεις των οπαδών της διδασκαλίας του ορθολογισμού, την οποία ήδη ο Χιουμ είχε επιτυχώς απορρίψει.

Προκειμένου να πετύχει στον στόχο του αυτόν ο Καντ χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δέκα χρόνια, από το 1770, οπότε διορίστηκε καθηγητής και άρχισε να μελετάει το έργο του Χιουμ, έως το 1781, οπότε εξέδωσε την Κριτική του καθαρού λόγου, με την οποία άρχισε μια νέα –η σημαντική, αναμφιβόλως– φάση της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του[11]. Τα χρόνια αυτά είναι για τον Καντ χρόνια σιωπής, αναμονής και προετοιμασίας. Όλον αυτόν τον καιρό δεν δημοσίευσε τίποτε, αλλά οργάνωνε την σκέψη του έτσι, ώστε, προχωρώντας πέρα από τον δογματισμό του ορθολογισμού στον οποίον είχε εγκλωβιστεί, να βρει έναν καινούριο αποτελεσματικό τρόπο να αντιμετωπίσει τον απεχθή στα μάτια του σκεπτικισμό του Χιουμ. Το ζήτημα, βέβαια, είναι πού κατέληξε ο Καντ και παράλληλα, βέβαια, πώς κινήθηκε ο στοχασμός του για να φτάσει εκεί όπου κατέληξε.

Η βεβαιότητα για τον εαυτό μας

Ο Καρτέσιος, με τον οποίο αρχίζει η ιστορία του ορθολογισμού στα νεότερα χρόνια, επιχείρησε μέσα από την καθολική αμφιβολία, να κατοχυρώσει την βεβαιότητα για την ύπαρξη του εαυτού μας, τον οποίο ταύτισε με την ψυχή μας, μια νοούσα άυλη οντότητα, η οποία αντιδιαστέλλεται προς το σώμα μας, μια υλική οντότητα, που αποτελεί δευτερεύον σε σχέση με την ψυχή μας συστατικό της ύπαρξής μας[12]. Ο Χιουμ, όμως, ακολουθώντας το βασικό αξίωμα του εμπειρισμού, σύμφωνα με το οποίο τα μόνα πράγματα που υπάρχουν είναι εκείνα που μπορούμε να παρατηρήσομε, υποστήριξε ότι, εγκύπτοντας κάθε φορά μέσα του να δει τι είναι αυτό που ονομάζομε «ψυχή», δεν παρατηρεί παρά μόνο εμπειρίες, παραστάσεις, εικόνες –όχι, όμως, την ψυχή. Το ίδιο, βέβαια, θεώρησε, θα διαπιστώσει κι ο καθένας μας, αν επιχειρήσει ανάλογη ενδοσκόπηση. Συνεπώς, αφού δεν μπορούμε να παρατηρήσομε την ψυχή μας, η ψυχή, και κατ’ επέκταση ο εαυτός μας, προς την οποία, όπως ισχυρίστηκε ο Καρτέσιος, εξισώνεται ο εαυτός μας, δεν υπάρχει[13].

Ο Καντ αμφισβήτησε το επιχείρημα του Χιουμ επισημαίνοντας μια σοβαρή αβλεψία του. Η διαδικασία της παρατήρησης, την οποία επικαλείται ο Χιουμ, για να αμφισβητήσει την ύπαρξη του εαυτού μας, προϋποθέτει δυο όρους: τον παρατηρητή και το παρατηρούμενο, το αντικείμενο της παρατήρησης. Όταν λέω, δηλαδή, ότι «παρατηρώ τα σύννεφα», υποθέτω αφενός μεν τον εαυτό μου, που είναι εκείνος που τα παρατηρεί, ήγουν έναν παρατηρητή, αφετέρου δε τα σύννεφα, που είναι το παρατηρούμενο, το αντικείμενο της παρατήρησής μου, το πράγμα που παρατηρεί ο εαυτός μου. Σε αντίθεση με το αντικείμενο της παρατήρησης, που μπορεί να παρατηρηθεί, ο παρατηρητής δεν μπορεί να παρατηρηθεί. Απλώς, όταν υπάρχει κάτι που είναι αντικείμενο παρατήρησης, υποθέτομε ότι υπάρχει κατ’ ανάγκην κάποιος που το παρατηρεί –ο παρατηρητής. Είναι όπως το μάτι μας, το οποίο δεν μπορεί να δει τον εαυτό του, αλλά συμπεραίνομε ότι υπάρχει κατ’ ανάγκην από το γεγονός ότι βλέπει τι υπάρχει γύρω του. Ο Χιουμ, λοιπόν, όταν λέει ότι, σκύβοντας μέσα του να παρατηρήσει τι υπάρχει, παρατηρεί εικόνες, παραστάσεις ή εμπειρίες, είναι υποχρεωμένος, κι ας μην το λέει, να υποθέσει μέσα του και κάτι άλλο, τον παρατηρητή, που είναι ο εαυτός μας –η ψυχή μας ή συνείδησή μας. Ασφαλώς, μπορώ, πηγαίνοντας όλο και πιο βαθιά μέσα μου, ένα κομμάτι του εαυτού μου να το κάνω αντικείμενο παρατήρησης. Πάντα, όμως, θα πρέπει να υπάρχει, πέρα από το κομμάτι αυτό του εαυτού μου που παρατηρώ, ένας παρατηρητής που το παρατηρεί, ο οποίος, ως παρατηρητής, δεν θα μπορεί να παρατηρηθεί, αλλά μόνο να υποτεθεί ότι υπάρχει κατ’ ανάγκην. Τον εσωτερικό αυτόν παρατηρητή ο Καντ τον ονομάζει «υπερβατικολογική συνείδηση», γιατί πάντοτε, κάθε φορά που θα αποσπώ ένα κομμάτι του εαυτού μου για να το παρατηρήσω, θα πρέπει να υπάρχει, πέρα από το κομμάτι αυτό του εαυτού μου, ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου που θα το παρατηρεί, ο παρατηρητής, που ως παρατηρητής, όμως, θα υπερβαίνει την παρατήρηση, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, θα έπαυε να είναι παρατηρητής και θα γινόταν αντικείμενο της παρατήρησης.

Έτσι, ο Καντ καταλήγει στην διαπίστωση του Καρτέσιου σχετικά με την βεβαιότητά μας για την ύπαρξη του εαυτού μας. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, πέρα από τον εαυτό μας, τι υπάρχει γύρω μας, ότι δηλαδή αυτά που λέμε ότι υπάρχουν γύρω μας όπως τα σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.

Η δυνατότητα της απόκτησης της γνώσης

Ο Αριστοτέλης, ορίζοντας την αλήθεια, είπε ότι είναι η αντιστοιχία του νου προς την πραγματικότητα[14]. Αν, δηλαδή, σκεφτώ ότι το πλατάνι είναι φυλλοβόλο δέντρο, δικαιούμαι να πω ότι η σκέψη αυτή είναι αληθής επειδή αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, στο γεγονός ότι ένα πλατάνι είναι φυλλοβόλο, ενώ, αντίθετα, η σκέψη μου ότι η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι η Θεσσαλονίκη, είναι ψευδής, επειδή συμβαίνει στην πραγματικότητα πρωτεύουσα της Ελλάδας να είναι η Αθήνα και όχι η Θεσσαλονίκη. Το κριτήριο της αλήθειας, εν προκειμένω, και, κατ’ επέκταση, η σύλληψή της, δηλαδή η γνώση[15], είναι η πραγματικότητα, ότι δηλαδή, για να πούμε πως κάτι που σκεφτόμαστε είναι αληθές και το γνωρίζομε, θα πρέπει αυτό να συμφωνεί με την πραγματικότητα.

Η άποψη αυτή, ωστόσο, ότι γνώση, που αποσκοπεί στην σύλληψη της αλήθειας, εξαρτάται από την πραγματικότητα, την οποίαν είχαν υιοθετήσει οι φιλόσοφοι, αμφισβητήθηκε από τον Καντ. Πρόκειται για το «σκάνδαλο της πραγματικότητας»[16], όπως το διατύπωσε ο ίδιος, το οποίο συνίσταται στο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να επικαλούμαστε ως κριτήριο της γνώσης την πραγματικότητα, για την οποία δεν έχομε καμιά απόδειξη ότι υπάρχει. Μιλάμε για τριαντάφυλλα, για τραπέζια, για ποτάμια, για αστέρια και για όλα τα άλλα πράγματα που είναι γύρω μας, αλλά όλα αυτά τα ξέρομε στον βαθμό που τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, σαν εικόνες ή παραστάσεις που μας δίνουν οι αισθήσεις μας. Αν δεν είχαμε όραση να βλέπομε, όσφρηση να μυρίζομε, ακοή να ακούμε, κ.ο.κ., δεν θα μπορούσαμε, λόγου χάριν, να δούμε το χρώμα του τριαντάφυλλου, να μυρίσομε το άρωμά του, να νιώσομε την απαλότητα των πετάλων του, κ.λπ. και, φυσικά, δεν θα ξέραμε ότι υπάρχουν τριαντάφυλλα. Το ίδιο ισχύει και με όλα τα άλλα πράγματα που συνθέτουν αυτό που ονομάζομε «πραγματικότητα» Δεν την ξέρομε όπως η ίδια υπάρχει, αλλά την γνωρίζομε όπως την συλλαμβάνομε με τις αισθήσεις μας. Συνεπώς, η γνώση, αν πούμε ότι εξαρτάται από την πραγματικότητα, είναι έωλη, αυθαίρετη. Από την άποψη αυτή είχε δίκιο ο Χιουμ που αμφισβήτησε την δυνατότητα της γνώσης.

Ο Καντ, λοιπόν, για να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό του Χιουμ, επιχείρησε στο πεδίο της γνώσης μια επανάσταση, ανάλογη, όπως ο ίδιος είπε, προς την επανάσταση του Κοπέρνικου στον χώρο της αστρονομίας. «Βλέποντας» ο Κοπέρνικος, σημειώνει ο Καντ, «ότι δεν κατάφερνε να εξηγήσει τις κινήσεις [των πλανητών] στον ουρανό με βάση την αρχή ότι ολόκληρη η πολλαπλότητα των αστεριών περιστρεφόταν γύρω από τον παρατηρητή, σκέφτηκε μήπως θα τα κατάφερνε καλύτερα υποθέτοντας ότι ο παρατηρητής είναι εκείνος που περιστρέφεται, κι όχι τα άστρα, που μένουν ακίνητα»[17]. Με άλλα λόγια, ο Κοπέρνικος σκέφτηκε μήπως θα βοηθούσε στην εξήγηση των κινήσεων των πλανητών, αν υπέθετε ότι η γη, πάνω από την οποία παρατηρούσε αυτός τον ήλιο και τα άλλα αστέρια, δεν ήταν σταθερή, όπως νόμιζαν ως τότε οι επιστήμονες, αλλά κινούνταν αυτή και μαζί κι αυτός, που ήταν πάνω της, γύρω από τον ήλιο. Με την επαναστατική αυτή υπόθεση του Κοπέρνικου, την «κοπερνίκεια αντιστροφή», όπως ονομάστηκε, σύμφωνα με την οποία κέντρο του κόσμου αντί για την γη είναι ο ήλιος, κατέστη δυνατόν να αντιμετωπιστούν προβλήματα σχετικά με τις κινήσεις των πλανητών, που ως τότε παρέμεναν άλυτα. Κατά τρόπον ανάλογο ο Καντ σκέφτηκε να αντιστρέψει, στο πεδίο της γνώσης πλέον, τους ρόλους του εαυτού μας και της πραγματικότητας. Αντί να δεχθεί, δηλαδή, όπως πίστευαν ως τότε οι φιλόσοφοι, ότι η πραγματικότητα είναι εκείνη που καθορίζει την γνώση και την απόκτηση της αλήθειας, με την έννοια ότι, για να είναι έγκυρη η γνώση και να είμαστε βέβαιοι ότι κατέχομε την αλήθεια, θα πρέπει οι σκέψεις μας να συμφωνούν με την πραγματικότητα, υποστήριξε, αντίστροφα, ότι ο εαυτός μας είναι εκείνος που μπορεί μας εξασφαλίσει την γνώση και την αλήθεια, με την έννοια ότι γνωρίζομε την πραγματικότητα και μπορούμε να την επικαλεστούμε σαν κριτήριο για να πούμε ποιες σκέψεις μας είναι αληθείς και ποιες όχι, εφόσον συμφωνεί αυτή με την δομή του εαυτού μας.

Ο εαυτός μας διαμορφώνει την πραγματικότητα, που αποτελεί το κριτήριο της αλήθειας και της γνώσης, χάρη στον εξοπλισμό με τον οποίο είναι εφοδιασμένος, χάρη, ορισμένως, στις αισθήσεις, την εποπτεία και τον λόγο που διαθέτει. Με τις αισθήσεις, συγκεκριμένα, συλλαμβάνομε από τον εξωτερικό κόσμο τα χρώματα, τα σχήματα, τις οσμές, τους ήχους, τις θερμοκρασίες, την σκληρότητα, την απαλότητα κλ.π., που μεταξύ τους δεν έχουν σχέση. Πρόκειται για ένα ακατάστατο υλικό, το οποίο στην συνέχεια ο εαυτός μας χάρη στις λειτουργίες της εποπτείας και του λόγου το οργανώνει σε εικόνες ή παραστάσεις των πραγμάτων γύρω μας. Η εποπτεία, ορισμένως, διαθέτει τις μορφές του χρόνου και του χώρου. Τοποθετώντας ο εαυτός μας στα πλαίσια του χρόνου και του χώρου τις παραστάσεις –τα χρώματα, τους ήχους, τις οσμές κ.ο.κ.– που του προσφέρουν οι αισθήσεις, τους δίνει τάξη και συνάφεια, που προηγουμένως, όσο ήταν ένα ακατάστατο συνονθύλευμα, δεν διέθεταν. Ακολούθως, ο λόγος με τις κατηγορίες[18], ήγουν τις γενικότατες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, η ενότητα[19], τις οποίες διαθέτει αναλαμβάνει να μετατρέψει σε εικόνες πραγμάτων πλέον τις μεμονωμένες παραστάσεις των αισθήσεών μας, οι οποίες, χάρη στην λειτουργία της εποπτείας, έχουν ήδη αποκτήσει χρονική συνέχεια και χωρική συνάφεια. Δεν θα μπορούσαμε, λόγου χάριν, αν δεν είχαμε υπόψη μας την κατηγορία της ενότητας που διαθέτει ο λόγος μέσα μας, να σκεφτούμε ποτέ να ενώσομε το κίτρινο χρώμα, το ωοειδές σχήμα, την ξινή γεύση κ,ά.τ., που έχομε συλλάβει με τις αισθήσεις μας και να σχηματίσομε, έτσι, την παράσταση του λεμονιού, έχοντας αποφασίσει προηγουμένως βέβαια για την χρονική και χωρική σχέση των συστατικών από τα οποία σχηματίσαμε τελικά την εικόνα του λεμονιού –ποιο δηλαδή από αυτά προηγείται χρονικά και ποιο έπεται, ποιο στην εικόνα που θα σχηματίσομε θα πάει απέξω ή από πανω και ποιο από μέσα ή αποκάτω κ.ο.κ .

Πέρα από τις διαμάχες των σχολών του παρελθόντος

Είναι σαφές ότι, κατά τον Καντ, η πραγματικότητα είναι δημιούργημα του εαυτού μας χωρίς, παρόλα αυτά, όμως, τούτο να σημαίνει ότι υιοθέτησε την διδασκαλία του ιδεαλισμού, την θεωρία σύμφωνα με την οποία τίποτε δεν υπάρχει έξω από μας –πέρα από τις αισθήσεις μας και πέρα από τον νου μας. Γιατί, κατά τον Καντ, μπορεί τα αντικείμενα που λέμε ότι υπάρχουν γύρω μας να υπάρχουν για μας ως φαινόμενα, ως οντότητες δηλαδή που τις σχηματίσαμε εμείς χρησιμοποιώντας σαν υλικό το ακατέργαστο συνονθύλευμα των παραστάσεων των αισθήσεών μας που βρίσκεται μέσα μας, αλλά η πηγή τους δεν παύει να είναι έξω από μας, στα πράγματα που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε και, ως εκ τούτου, αγνοούμε πώς μπορεί να είναι, στα πράγματα καθεαυτά[20], όπως τα αποκαλεί ο Καντ.

Ο υπερβατικός ιδεαλισμός του Καντ –που ονομάστηκε έτσι, επειδή ο ιδεαλισμός που εισηγήθηκε ο Καντ, έχοντας την πηγή του στην πραγματικότητα πέρα από μας, στα πράγματα καθεαυτά, υπερβαίνει τα όρια του εαυτού μας,– συνδυάζει στους κόλπους του δυο ριζικά αντίπαλες φιλοσοφικές σχολές του παρελθόντος: τον ιδεαλισμό και τον ρεαλισμό. Τον μεν ιδεαλισμό, γιατί η πραγματικότητα είναι δημιούργημα δικό μας, τον δε ρεαλισμό καθόσον η αιτία για οτιδήποτε θεωρούμε ότι υπάρχει μέσα μας ως φαινόμενο είναι η πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από μας.

Παράλληλα, ωστόσο, με την θεωρία του για την γνώση ο Καντ πέτυχε να εναρμονίσει δυο άλλες, αντίπαλες επίσης, φιλοσοφικές σχολές του παρελθόντος: τον εμπειρισμό, σύμφωνα με τον οποίο η γνώση αποτελεί προϊόν της εμπειρίας μας, ήγουν των αισθήσεών μας, και τον ορθολογισμό, σύμφωνα με τον οποίο η γνώση μπορεί να αποκτηθεί μόνο με τον νου ή τον λόγο. Πράγματι, κατά τον Καντ, η γνώση αρχίζει με την εμπειρία, αφού οι αισθήσεις είναι εκείνες οι οποίες τροφοδοτούν τον εαυτό μας με το ακατέργαστο συνονθύλευμα των χρωμάτων, των σχημάτων, των ήχων, των οσμών, των γεύσεων κ.ά.τ. που αποτελεί το υλικό από το οποίο ο εαυτός μας σχηματίζει τα πράγματα που συγκροτούν τον κόσμο τον οποίο μπορούμε να γνωρίσομε. Χωρίς την συνδρομή των αισθήσεών μας η γνώση είναι αδύνατη. Δεν υπάρχει γνώση ανεξάρτητα από τη ν εμπειρία. Τα όρια της γνώσης μας είναι τα όρια της εμπειρίας μας[21]. Όσοι παραβούν την επιταγή αυτή, επισημαίνει ο Καντ, κινδυνεύει ο στοχασμός των να οδηγηθεί σε αξεπέραστες αντινομίες. Το ερώτημα, για παράδειγμα, αν ο κόσμος άρχισε να υπάρχει από κάποια στιγμή και μετά ή, αντίθετα, υπήρχε ανέκαθεν είναι αδύνατον να απαντηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επειδή ακριβώς ουδείς μπορεί να επικαλεστεί την εμπειρία. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είδε ή άκουσε τι συνέβη στον κόσμο στο απώτατο παρελθόν, αν άρχισε ή όχι δηλαδή να υπάρχει ο κόσμος από κάποια στιγμή και μετά. Έτσι, μπορώ να πω εκ του ασφαλούς ότι ο κόσμος άρχισε να υπάρχει από κάποια στιγμή και μετά, αφού κανένας δεν μπορεί να πει ότι είδε ή άκουσε ότι συνέβη το αντίθετο για να διαψεύσει τον ισχυρισμό μου, όπως επίσης μπορώ να πω εκ του ασφαλούς πάλι ότι ο κόσμος υπήρχε ανέκαθεν, αφού δεν μπορεί να πει κανείς ότι συνέβη το αντίθετο για να με διαψεύσει. Εν τοιαύτη περιπτώσει, τόσο ο ισχυρισμός ότι ο κόσμος έχει μια αρχή ύστερα από την οποία ξεκίνησε να υπάρχει όσο και ο ισχυρισμός ότι ο κόσμος υπήρχε ανέκαθεν μπορούν εξίσου να υιοθετηθούν. Το να υιοθετηθούν, όμως, και οι δυο είναι αδύνατον, αφού ο ένας αναιρεί τον άλλο. Ή ο ένας, λοιπόν, ή ο άλλος είναι αληθής, για τον υιοθετήσομε. Ποιος από τους δυο, όμως; Το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αδύνατον να απαντηθεί, επειδή η εμπειρία, εν ονόματι της οποίας θα μπορούσαμε να ξέρομε τι ακριβώς συνέβη στον κόσμο, δεν υπάρχει, για να την επικαλεστούμε. Η εμπειρία, λοιπόν, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση της γνώσης –όχι, όμως, και την επαρκή προϋπόθεσή[22] της, αφού, κατά τον Καντ, για την δυνατότητα της γνώσης χρειάζεται, πέρα από την εμπειρία, και ο λόγος. Η εμπειρία μπορεί μόνο να μας προσφέρει μέσω των αισθήσεων τα χρώματα, τα σχήματα, τις οσμές, τις γεύσεις κ.ά,τ. που όλα μαζί αποτελούν ένα ακατάστατο και αποσπασματικό υλικό. Για να μπορέσει, όμως, το υλικό αυτό της εμπειρίας να οργανωθεί και σχηματιστούν από αυτά α πράγματα που μπορούμε να γνωρίσομε χρειάζεται η συνδρομή του λόγου με τις κατηγορίες του. Έτσι, ο λόγος, χρησιμοποιώντας την κατηγορία της ενότητας, μπορεί να ενώσει το κίτρινο χρώμα, το ωοειδές σχήμα, την όξινη γεύση, που μας έχει προσφέρει η εμπειρία, και να σχηματίσει την εικόνα του λεμονιού. Χωρίς την παρέμβαση του λόγου το κίτρινο χρώμα, το ωοειδές σχήμα και όξινη γεύση θα παρέμεναν τρεις άσχετες μεταξύ τους παραστάσεις, και εμείς θα αγνοούσαμε την ύπαρξη του λεμονιού, δεν θα ξέραμε τι είναι λεμόνι. Γενικεύοντας, μπορούμε να φανταστούμε ότι, αν δεν υπήρχε ο λόγος με τις κατηγορίες του, για να οργανώσει το ακατάστατο υλικό τη εμπειρίας, θα αγνοούσαμε οποιοδήποτε πράγμα, θα ήμασταν χαμένοι μέσα στο ακατάστατο συνονθύλευμα των άσχετων και ετερόκλητων παραστάσεων με τις οποίες μας τροφοδοτούν οι αισθήσεις.

Απορρίπτοντας ο Καντ την αντίληψη που κυριαρχούσε μεταξύ των φιλοσόφων πριν από αυτόν, σύμφωνα με την οποία το κριτήριο για την αλήθεια και την γνώση είναι η αντικειμενική έξω από μας πραγματικότητα, ότι για να είναι αληθές κάτι θα πρέπει αυτό να συμφωνεί με την πραγματικότητα που υφίσταται πέρα από μας, και υποστηρίζοντας ότι οι συντελεστές της γνώσης είναι, μαζί βέβαια με την συνδρομή της εποπτείας, η εμπειρία και ο λόγος, εξέλαβε ως αποκλειστικό ρυθμιστή για την απόκτηση της γνώσης τον εαυτό μας. Όπως θεώρησε, επίσης, τον εαυτό μας αποκλειστικά υπεύθυνο για το τι πρέπει από ηθική άποψη να κάνομε.

Το ηθικό χρέος

Πριν από τον Καντ στόχος των εισηγητών των διαφόρων ηθικών θεωριών ήταν να μας υποδείξουν τι πρέπει να κάνομε, ώστε, κάνοντάς το, να μπορούμε να αξιολογηθούμε ως ηθικά ανεπίληπτοι. Έτσι, οι εισηγητές της θεωρίας του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης λέγανε ότι, αν κάνει κανείς ό,τι ικανοποιεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κάνει εκείνο που πρέπει να κάνει, οι εισηγητές του ωφελιμισμού υποστήριζαν ότι, αν με τις πράξεις μας συμβάλλομε στην κοινωνική ευτυχία, βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο, οι πατέρες της εκκλησίας δίδασκαν ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ο άνθρωπος ότι κάνει το καλό, οφείλει να κάνει ό,τι είναι θέλημα Θεού, κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αίρεται η βασική προϋπόθεση για να μπορεί να αξιολογηθεί η ηθικά η συμπεριφορά του ανθρώπου, που είναι, βέβαια, η ελευθερία[23].

Η ελευθερία, κατά τον Καντ, ταυτίζεται προς την αυτονομία, η οποία αντιδιαστέλλεται προς την ετερονομία[24]. Ελεύθερος, δηλαδή, σύμφωνα με την έννοια της αυτονομίας, είμαι, όταν αποφασίζω μόνος μου τι πρέπει να κάνω και, στην συνέχεια, δεσμεύομαι να συμπεριφέρομαι σύμφωνα με ό,τι επέλεξα να κάνω. Αντίθετα, αν, όπως υπαγορεύει η έννοια της ετερονομίας, κάνω κάτι που δεν το αποφάσισα μόνος μου αλλά μου υποδείχθηκε ή μου συστήθηκε από κάποιαν άλλο, όσος σεβαστός κι αν είναι αυτός ο άλλος, δεν μπορώ να θεωρηθώ ελεύθερος. Όταν, λοιπόν, οι εισηγητές των ηθικών θεωριών πριν από τον Καντ μας λένε τι πρέπει να κάνομε κι εμείς ρυθμίζομε την συμπεριφορά μας σύμφωνα με ό,τι μας λένε να κάνομε, προφανώς δεν είμαστε ελεύθεροι, όπως απαιτείται να είμαστε, αν θέλομε να κριθούμε ηθικά για τις πράξεις μας.

Ο Καντ διέγνωσε ότι η «ρίζα του κακού» εν προκειμένω βρίσκεται στο ερώτημα που μας μαθαίνουν να θέτομε στον εαυτό μας, προκειμένου να κάνομε εκείνο που πρέπει να κάνομε. Τι πρέπει να κάνω; Αυτό είναι το ερώτημα που μας μαθαίνουν να θέτομε στον εαυτό μας. Κι έτσι, θέτοντας στον εαυτό μας το ερώτημα αυτό, βρίσκουν την ευκαιρία οι εισηγητές των διαφόρων θεωριών να μας υποδείξουν τι πρέπει να κάνομε αλλοτριώνοντάς μας, εν τω μεταξύ, από την ελευθερία να αποφασίζομε μόνοι μας για εκείνο που πρέπει να κάνομε.

Ο Καντ, λοιπόν, προκειμένου να διαφυλάξει το αγαθό της ελευθερίας, αντικατέστησε το ερώτημα «τι πρέπει να κάνω;», που αφήνει ανοικτή την πόρτα για να βγει έξω η ελευθερία και να την απολέσω, με το ερώτημα «πώς πρέπει να πράττω;». Μάλιστα ο Καντ, προκειμένου να αποκλείσει την παρέμβαση οποιουδήποτε άλλου καλοθελητή έξω από μας που θα επιχειρούσε να μας υποδείξει πώς πρέπει να πράττομε, θεωρεί ότι ο τρόπος που πρέπει να συμπεριφερόμεθα καθορίζεται αντικειμενικά, από την ίδια την φύση μας ως έλλογων πλασμάτων.

Ο καθένας μας, ορισμένως, μπορεί να σκεφτεί άπειρα πράγματα, μεταξύ των οποίων και τα πλέον εξωφρενικά –ότι μπορεί να υπάρξουν άνθρωποι με μια πιθαμή ύψος, ότι κάπου σε κάποια γωνιά της θάλασσας διαβιούν γοργόνες, ότι κάποτε τα λυθρίνια είναι δυνατόν να εξελιχθούν σε θηλαστικά, ότι μπορεί στο μέλλον ο ήλιος να ανατέλλει κάθε 30 ώρες, κ.λπ., κ.λπ. Ένα πράγμα μόνο δεν μπορεί να ανεχθεί ο νους μας: την αντίφαση. Είναι αδύνατον να υπάρξει ποτέ και πουθενά. ένα άσπρο τριαντάφυλλο που δεν είναι άσπρο ή ένα τρίγωνο που δεν έχει τρεις γωνίες, επειδή, προφανώς, πρόκειται για αντιφάσεις.

Επομένως, η συμπεριφορά μου πρέπει να είναι τέτοια που να μην είναι αντιφατική. Να μην λέω, ας πούμε, ότι πρέπει να τηρούμε τις υποσχέσεις μας κι εγώ, όταν, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, πρέπει να τηρήσω την υπόσχεσή μου, να σκεφτώ ότι δεν πρέπει να την τηρήσω. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να είμαστε συνεπείς προς τις επιλογές μας.

Πέρα, όμως από την συμμόρφωσή μας προς την συνέπεια, υπάρχουν ορισμένοι άλλοι βασικοί άξονες τους οποίους ως έλλογα όντα οφείλομε να σεβόμαστε. Για παράδειγμα, είναι γεγονός ότι αν το ανθρώπινο γένος μπόρεσε ως τώρα να επιβιώσει, επειδή ζει στους κόλπους της κοινωνίας. Οι άνθρωποι δεν έχουν την ανθεκτικότητα που έχουν τα ζώα για να μπορέσουν να ζουν μόνος του ο καθένας στην φύση. Συνεπώς δεν είναι λογικό να επιλέγει κανείς αρχές που υπονομεύουν την κοινωνία και, κατ’ επέκταση, το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν μπορεί, ας πούμε, να υποστηρίζει ότι πρέπει να λέμε ψέματα, γιατί τότε, αν όλοι οι άνθρωποι εξαπατούσαν ο ένας τον άλλο, η κοινωνία μας θα διαλυόταν και το ανθρώπινο γένος θα εξαφανιζόταν. Οφείλει, δηλαδή, κάθε φορά που πρόκειται να αποφασίσει κανείς τι πρέπει να κάνει, να θέτει στον εαυτό του το ερώτημα: τι θα γινόταν αν όλοι οι άνθρωποι έκανα το ίδιο πράγμα; Θα πρέπει, με άλλα λόγια, κάθε φορά που πάει να κάνει κάτι να σκέφτεται αν αυτό που θέλει να κάνει θα μπορούσε να είναι ένας καθολικός νόμος, μια αρχή που θα έπρεπε να την υιοθετήσει κάθε έλλογο ον.

Αναφορικά, λοιπόν, προς το ερώτημα πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς, ώστε οι πράξεις του να είναι ηθικά ανεπίληπτες, ο Καντ λέει ότι είναι ελεύθερος να επιλέξει να κάνει οτιδήποτε θέλει, αρκεί να είναι συνεπής προς ό,τι αποφασίζει να κάνει, και αυτό που θα επιλέξει να κάνει να μην στρέφεται κατά της ανθρωπότητας. Οφείλει κανείς, ας πούμε, να μεταχειρίζεται τον άλλο σαν σκοπό και πότε μόνο σαν μέσο, γιατί στην αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, μας προέτρεπε να μεταχειριζόμαστε τον άλλο μόνο σαν μέσο, πέρα από το γεγονός ότι ο ίδιος είναι αμφίβολο αν θα ήταν διατεθειμένος να είναι συνεπής προς την αρχή αυτή και να θέλει να τον χρησιμοποιούν αποκλειστικά σε κάθε περίπτωση σαν μέσο, μια τέτοια αρχή, όπου ό ένας θα μεταχειρίζεται τον άλλο μόνο σαν μέσο, θα υπονόμευε την κοινωνία και θα οδηγούσε στην εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους. «Πράττε», λοιπόν, λέει ο Καντ «μόνο βάσει μιας τέτοιας αρχής που να μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις η αρχή αυτή να γίνει ένας καθολικός νόμος», ένας κανόνας που να ισχύει για ολόκληρη την ανθρωπότητα.[25] Αυτή είναι η γνωστή κατηγορική προσταγή του Καντ, ο ηθικός νόμος[26], όπως αποκαλείται αλλιώς, που, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της ηθικής συμπεριφοράς από το τι πρέπει να κάνομε στο πώς πρέπει να πράττομε, καθιστά τον εαυτό μας απόλυτο ρυθμιστή της ηθικής μοίρας μας –να αποφασίζομε μόνοι μας ως μέλη μιας κοινότητας έλλογων όντων πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε, και να μην εξαρτώμεθα από το τι μας ορίζει κάποιος άλλος, ακόμη κι αν αυτός ο άλλος είναι ο ίδιος ο Θεός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Καντ ήταν εναντίον της θρησκείας. Κάθε άλλο, μάλιστα. Ο Καντ πίστευε στον Θεό και την αθανασία της ψυχής –μόνο που πίστευε με τρόπο διαφορετικό από τον τρόπο που υποδείκνυαν οι διάφορες αποδείξεις που είχαν ως τότε διατυπωθεί σχετικώς.

Ο Θεός και η αθανασία της ψυχής

Αντίθετα με τους φιλοσόφους πριν από αυτόν, που επιχείρησαν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού και την αθανασία της ψυχής επικαλούμενοι λογικά και εμπειρικά επιχειρήματα[27], ο Καντ επέλεξε να τις δικαιολογήσει σαν ηθικά αιτήματα. Κατά τον Καντ, ορισμένως, το καλό πρέπει να είναι συνδεμένο με την ευτυχία. Εκείνος δηλαδή που κάνει το σωστό θα πρέπει να είναι και ευτυχισμένος. Αυτό είναι το ιδανικό, το ύψιστο αγαθό, όπως το αποκαλεί ο Καντ. Αν κάνω το καλό και, εξαιτίας αυτού, η ζωή μου γίνεται δύσκολη και μίζερη, υποβαθμίζεται η αξία του καλού. Και είναι γεγονός, ας μη γελιόμαστε, ότι το καλό δεν συνοδεύεται –πάντοτε τουλάχιστον– από την ευτυχία εκείνου που το επιτελεί. Απεναντίας, θα μπορούσε να πει κανείς είναι περισσότερο σύνηθες να ευτυχούν οι κακοί. Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι θα πρέπει να διαγραφεί η προσδοκία μας για το ύψιστο αγαθό; Κατά τον Καντ, όχι.

Το γεγονός ότι το ύψιστο αγαθό δεν πραγματοποιείται στην ζωή μας, το ότι δεν συμβαίνει οι καλοί να είναι και ευτυχισμένοι, δεν πάει να πει ότι δεν μπορεί να γίνει αυτό. Κάθε άλλο, μάλιστα. Το ύψιστο αγαθό, συμφωνεί κάθε εχέφρων άνθρωπος, πρέπει να ισχύει. Ό,τι πρέπει να ισχύει, όμως, μπορεί και να πραγματοποιηθεί –ασχέτως, αν στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Διαφορετικά, αν εκ των προτέρων δεν θα μπορούσε να ισχύσει, δεν θα λέγαμε ότι πρέπει να ισχύει. Κανένας δεν λέει ότι πρέπει να πετάμε όπως τα πουλιά ή να ζούμε όπως τα ψάρια μέσα στο νερό, γιατί απλούστατα κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να συμβεί. Αν, λοιπόν, το ύψιστο αγαθό πρέπει και μπορεί να ισχύει στην ζωή μας και, εντούτοις, δεν ισχύει, θα πρέπει να εξεταστεί τι είναι εκείνο που το εμποδίζει να ισχύει, ώστε, στην συνέχεια, να αρθεί αυτό που εμποδίζει το ύψιστο αγαθό να ισχύει, προκειμένου, τελικά, το τελευταίο αυτό να ισχύει.

Κατά τον Καντ, η αιτία της αποτυχίας του ύψιστου αγαθού να ισχύει στην ζωή μας είναι η δυσαρμονία που υπάρχει μεταξύ του ηθικού νόμου, της αρχής δηλαδή βάσει της οποίας επιλέγει να συμπεριφέρεται κανείς, και της πραγματικότητας. Μπορεί εγώ, ας πούμε, να έχω επιλέξει την ηθική αρχή να λέμε πάντοτε την αλήθεια, αλλά οι συνθήκες που επικρατούν στην πραγματικότητα να είναι τέτοιες που να μην με αφήνουν να λέω πάντοτε την αλήθεια, μολονότι επιθυμώ διακαώς, να συμπεριφερθώ σύμφωνα με την αρχή αυτή. Η κατάσταση θα διορθωνόταν, ασφαλώς, και θα μπορούσα να λέω πάντοτε την αλήθεια, αν η πραγματικότητα βελτιωνόταν έτσι, ώστε να εναρμονιστεί προς ό,τι λέει ο ηθικός νόμος, η ηθική αρχή εν προκειμένω ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια. Εμείς οι άνθρωποι, βέβαια, ως ατελή πλάσματα, δεν έχομε την δυνατότητα να αλλάξομε την πραγματικότητα. Έτσι, αν πρέπει να βελτιωθεί η πραγματικότητα και να εναρμονιστεί προς τον ηθικό νόμο, τούτο θα μπορούσε να γίνει μόνο από ένα ον που διαθέτει τέλεια σοφία, για να ξέρει, έχοντας υπόψη του ό,τι απαιτεί ο ηθικός νόμος, τι χρειάζεται για να βελτιωθεί η πραγματικότητα, άπειρη καλοσύνη, για να έχει την διάθεση να κάνει ό,τι χρειάζεται, και παντοδυναμία, για να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει εκείνο που χρειάζεται. Ένα τέτοιο ον, εξ ορισμού, βέβαια, είναι ο Θεός. Άρα ο Θεός πρέπει να υπάρχει, για να ισχύει το ύψιστο αγαθό, το οποίο μπορεί να ισχύει στην ζωή μας, γιατί, διαφορετικά, αν δεν μπορούσε να ισχύει, δεν θα αναγνώριζαν όλοι οι άνθρωποι που σκέφτονται λογικά ότι πρέπει να ισχύει αυτό.

Πέρα από την ανάγκη, ωστόσο, να υπάρχει ο Θεός, η δυνατότητα του ύψιστου αγαθού να ισχύει παραπέμπει, επίσης, κατά τον Καντ, στην αθανασία της ψυχής. Είναι λογικό, δηλαδή, σύμφωνα με τον Καντ, να υποθέσει κανείς ότι το ύψιστο αγαθό –το οποίο πρέπει και, κατ’ επέκταση, είναι δυνατόν να ισχύει– χρειάζεται περισσότερο χρόνο από όσο διαρκεί η επίγεια ζωή μας για να πραγματοποιηθεί. Στην περίπτωση αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να πιστέψομε ότι η προσωπική ιστορία μας δεν τελειώνει με το φυσικό τέλος μας, αλλά ότι μετά τον θάνατό μας και την καταστροφή του σώματός μας, η ψυχή μας συνεχίζει να υπάρχει.

Η έρευνα του Καντ, βέβαια, δεν περιορίστηκε στην αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν στον τρόπο που πρέπει να μιλάμε για τον Θεό και την αθανασία της ψυχής, στον τρόπο που οφείλομε να συμπεριφερόμεθα ως ηθικά πρόσωπα και στον προσδιορισμό του τρόπου που γνωρίζομε τα πράγματα. Ο Καντ κατέγινε και σε άλλα, σημαντικά επίσης, προβλήματα της φιλοσοφίας, όπως ο προσδιορισμός της τέρψης που μας προκαλούν τα έργα της τέχνης ή άλλα ανάλογα προς αυτά πράγματα και φαινόμενα της φύσης, χωρίς, μάλιστα, όπως λέγεται, να φαίνεται ότι ο ίδιος έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις καλές τέχνες[28].

Η τέρψη του ωραίου και του υψηλού

Μέσα στον κόσμο, εκτός από τα πράγματα που μας ευχαριστούν γιατί μας επιτρέπουν στην ζωή μας να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας ή να πετυχαίνομε τους σκοπούς μας, υπάρχουν και πράγματα που μας τέρπουν μόνο και μόνο με την παρουσία τους χωρίς να μας προσφέρουν κανενός άλλου είδους, πρακτική, ικανοποίηση ή ωφέλεια. Πού οφείλεται, είναι το εύλογο ερώτημα, η τέρψη που μας προσφέρουν πράγματα τα οποία δεν έχουν καμιά χρηστική αξία για μας;

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να έχομε υπόψη μας ότι, κατά τον Καντ, πρόκειται για δυο ομάδες πραγμάτων που μας προσφέρουν αυτού του είδους την τέρψη: για εκείνα που, όπως μια τεράστια γέφυρα ή ένα ηφαίστειο καθώς εκρήγνυται, χαρακτηρίζονται από την έννοια του υψηλού, και για εκείνα που, όπως ένα κυκλαδικό ειδώλιο ή το ηλιοβασίλεμα, υπάγονται στην έννοια του ωραίου. Η διαφορά μεταξύ των δυο αυτών ομάδων αντικειμένων εντοπίζεται σε τέσσαρα σημεία.

Πρώτον, μια τεράστια γέφυρα ή ένα ηφαίστειο που ξεσπάει μας εντυπωσιάζουν με τον όγκο και το μέγεθός των δίνοντάς μας την αίσθηση ότι τείνουν να υπερβούν κάθε όριο, σε αντίθεση με ένα κυκλαδικό ειδώλιο ή το ηλιοβασίλεμα, που έχομε την αίσθηση ότι περιορίζονται μέσα στον χώρο. Δεύτερον, μια τεράστια γέφυρα ή ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται μας προκαλούν ένα συναίσθημα φόβου και τρόμου, σε αντίθεση με ένα κυκλαδικό ειδώλιο και το ηλιοβασίλεμα που μας κάνουν, παρατηρώντας τα, να νιώθομε ανακούφιση και ηρεμία καθώς και την διάθεση να έλθομε κοντά τους. Τρίτον, μια τεράστια γέφυρα ή ένα ηφαίστειο που βρίσκεται σε δραστηριότητα, καθώς ξεπερνούν τις δικές μας δυνάμεις και διαστάσεις, έχομε την αίσθηση ότι δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό μας, σε αντίθεση με το κυκλαδικό ειδώλιο ή το ηλιοβασίλεμα που μας αφήνουν να σκεφτούμε ότι υποτάσσονται στην εξουσία μας, ότι δεν υπάρχει η τάση μέσα τους να μας ξεπεράσουν και να μας επιβληθούν. Τέταρτον, μια τεράστια γέφυρα ή ένα ηφαίστειο που οι φλόγες του φτάνουν στα ύψη μοιάζουν να αυτονομούνται μέσα στο περιβάλλον τους, να μην υπακούουν σε κανόνες και σκοπιμότητες, σε αντίθεση με ένα κυκλαδικό ειδώλιο και το ηλιοβασίλεμα που δίνουν την εντύπωση ότι υπόκεινται σε κανόνες δεοντολογίας, ότι δεν επιδιώκουν να ανατρέψουν τους νόμους, την κανονικότητα και την σκοπιμότητα της φύσης.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, είτε πρόκειται για την ομάδα των πραγμάτων που υπάγονται στην έννοια του ωραίου είτε για την ομάδα των πραγμάτων που χαρακτηρίζονται από την έννοια του υψηλού, η τέρψη που νιώθομε, παρατηρώντας τα, είναι η ίδια. Πρόκειται, ορισμένως, για μια τέρψη στην οποία ο Καντ αποδίδει τέσσαρα κυρίως γνωρίσματα: ανιδιοτέλεια, καθολικότητα, σκοπιμότητα χωρίς σκοπό και αναγκαιότητα.

Ως προς την ανιδιοτέλεια, μπορούμε να την καταλάβομε με το ακόλουθο παράδειγμα. Ας υποθέσομε ότι, έχοντας επισκεφθεί για πρώτη φορά μια πόλη, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα κτήριο που δεν ξέρομε τι είναι, αλλά νιώθομε βλέποντάς το, εξαιτίας των χρωμάτων του, της αρχιτεκτονικής του κ.ά.τ., μια ευχαρίστηση. Είναι η απόλαυση που μας προκαλεί η ομορφιά του. Αν, στην συνέχεια, ένας κάτοικος της πόλης μας πληροφορήσει ότι το κτήριο αυτό είναι νοσοκομείο, στο οποίο θεραπεύονται κάθε χρόνο ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων και με τον τρόπο αυτό συμβάλλει στην κοινωνική ευτυχία, θα νιώσομε ασφαλώς πάλι μια ικανοποίηση, αλλά η ικανοποίηση αυτή θα έχει έναν ιδιοτελή χαρακτήρα, με την έννοια ότι η ύπαρξη του νοσκοκομείου μπορεί ,σε μένα ή σε κάποιον άλλο να φανεί, αν χρειαστεί, χρήσιμη, σε αντίθεση με την τέρψη που νιώσαμε όταν αντικρίσαμε το ίδιο αυτό κτήριο χωρίς να ξέρομε την ωφέλεια που προσφέρει στην κοινωνία. Η τέρψη που προσφέρει ένα ωραίο αντικείμενο είναι ανιδιοτελής, πράγμα που ισχύει κι όταν πρόκειται για ένα πράγμα που χαρακτηρίζεται από την έννοια του υψηλού. Η τέρψη που μας προκαλεί μια τεράστια γέφυρα με τον όγκο και το επιβλητικό μέγεθός της είναι ανιδιοτελής, σε αντίθεση με την τέρψη που μας προκαλεί η ίδια γέφυρα όταν ξέρομε πόσες χιλιάδες κατοίκους εξυπηρετεί και πόσο συμβάλλει στην οικονομία του τόπου, η οποία είναι ιδιοτελής. Με την καθολικότητα, εξάλλου που χαρακτηρίζει κάθε ωραίο πράγμα ή κάθε πράγμα που χαρακτηρίζεται από την έννοια του υψηλού θα πρέπει, κατά τον Καντ, να εννοούμε ότι την ίδια τέρψη που νιώθομε παρατηρώντας τέτοια πράγματα έχομε την αίσθηση ότι πρέπει να την νιώθει και κάθε άλλος συνάνθρωπός μας κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Όσον αφορά δε στην σκοπιμότητα χωρίς σκοπό, την οποία αποδίδει ο Καντ στην τέρψη που μας προκαλούν τα ωραία πράγματα ή τα πράγματα που υπάγονται στην έννοια του υψηλού, μας δημιουργείται η εντύπωση ότι ο σκοπός για τον οποίο υπάρχουν τα πράγματα αυτά είναι για να μας τέρπουν χωρίς να ξέρομε, ούτε και μας ενδιαφέρει να μάθομε καθόλου, ποιες ήταν οι προθέσεις των δημιουργών τους, σε τι ειδικώς αποσκοπούσαν φτιάχνοντάς τα. Ένα ρολόι, αντίθετα, που ξέρομε συγκεκριμένα ότι ο σκοπός που το έφτιαξε ο κατασκευαστής του είναι να δείχνει την ώρα, όσο κι αν μας ικανοποιεί που δείχνει με ακρίβεια την ώρα, δεν μπορεί, επειδή δεν διαθέτει σκοπιμότητα χωρίς σκοπό, να μας προκαλεί την τέρψη εκείνη που μας διεγείρει ένα ωραίο αντικείμενο ή ένα πράγμα που χαρακτηρίζεται από την έννοια του υψηλού. Τέλος, η αναγκαιότητα που αποδίδει ο Καντ στην τέρψη, την οποία προκαλούν τα πράγματα που χαρακτηρίζονται από τις έννοιε του ωραίου ή του υψηλού, συνίσταται στην βεβαιότητα ότι δεν τυχαίνει απλώς τα πράγματα αυτά που μας προσφέρουν τέρψη να είναι τέτοια, αλλά έπρεπε τα πράγματα αυτά να είναι τέτοια, και, από την άποψη αυτή, ουδείς δικαιούται να αμφισβητεί την αξία τους.

Υστερόγραφο

Ο Καντ, βάζοντας στην άκρη όσες δυσκολίες και αναποδιές αντιμετώπισε στο πέρασμά του από την γη, έφυγε από τον κόσμο αυτόν χωρίς παράπονο. Αυτό τουλάχιστον αφήνουν να εννοηθεί οι τελευταίες λέξεις που εκστόμισε πεθαίνοντας. «Όλα καλά!», είπε και έσβησε. Αν, δυο και πλέον αιώνες τώρα μετά τον θάνατό του, μπορούσε να δει από εκεί που βρίσκεται πώς χάρη και στην δική του καταλυτική συμβολή εξελίχθηκαν τα πράγματα στην φιλοσοφία, θα μπορούσε, αναμφιβόλως, με περισσότερη ακόμη σιγουριά να πει πόσο καλά του πήγαν τα πράγματα, καθώς, όντας το τέταρτο από τα εφτά παιδιά ενός σαμαρά και μιας απλής, χωρίς μόρφωση, ευσεβούς γυναίκας που αφιέρωσε την ζωή της στον Θεό και την οικογένειά της, στην οποία, όπως αναφέρει ο ίδιος, χρωστούσε «το πρώτο σπέρμα καλοσύνης»[29], μεγάλωσε μέσα σε σχετική φτώχεια, για να πετύχει να αναγνωριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όχι μόνο του καιρού του αλλά όλων των εποχών, και με την βάσιμη επιπλέον πρόβλεψη να συνεχίσει η διδασκαλία του να αποτελεί σημείο αναφοράς των συζητήσεων που θα διεξάγουν οι φιλόσοφοι.

Κατεβάστε το pdf αρχείο εδώ

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η μεγαλύτερη απόσταση από την Καινιξβέργη που χρειάστηκε να πάει ο Καντ ήταν κάπου 50 μίλια, την εποχή που, μετά τον θάνατο του πατέρα του, αναγκάστηκε για βιοποριστικό λόγο να δουλέψει ως οικοδιδάσκαλος.

[2] Ο άμισθος υφηγητής δεν πληρωνόταν από το κράτος, αλλά αμειβόταν από τα δίδακτρα που κατέβαλαν οι φοιτητές

[3] Λόγω μιας ανωμαλίας της σπονδυλικής στήλης του ο αριστερός ώμος του έγερνε προς τα κάτω και ο αριστερός έστριβε προς τα πίσω, ενώ το κεφάλι του έκλινε προς το πλάι.

[4]Έχει λεχθεί χαρακτηριστικά για το κορυφαίο από τα συγγράμματά του, χάρη στο οποίο κυρίως καταξιώθηκε ως μεγάλος φιλόσοφος, ότι ο τρόπος γραφής του θυμίζει μια από εκείνες τις παλιές δυσκολονόητες συμβολαιογραφικές πράξεις.

[5] Ο Καντ θεωρούνταν ήδη στο πανεπιστήμιο όπου υπηρετούσε ένας σεβαστός και ικανός καθηγητής πολύ πριν έλθει η αναγνώρισή του ως ενός από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών.

[6] Σύμφωνα με την διδασκαλία του εμπειρισμού:

– Οτιδήποτε μπορούμε να γνωρίσομε το γνωρίζομε με τις αισθήσεις και μόνο τις αισθήσεις.

– Δεν υπάρχουν εντός μας έμφυτες ιδέες, ιδέες δηλαδή που τις είχαμε μέσα μας πριν από την γέννησή μας, αλλά όλες οι ιδέες που γνωρίζομε είναι επίκτητες, ιδέες, ήγουν παραστάσεις, που τις αποκτήσαμε στην ζωή μας μέσω των αισθήσεων. Σύμφωνα, ορισμένως, με το αξίωμα του εμπειρισμού, «τίποτε δεν υπάρχει στον νου που δεν υπήρξε προηγουμένως στην αίσθηση».

– Οι ιδέες χωρίζονται σε απλές που, όπως η αίσθηση του κίτρινου χρώματος ή η γεύση του μήλου, δεν μπορούν να αναλυθούν, και σε σύνθετες ιδέες που, όπως η εικόνα του μήλου, μπορούν αναλυθούν σε απλές ιδέες.

Οι προτάσεις που μπορούμε να χρησιμοποιούμε χωρίζονται σε ταυτολογίες που, όπως η εξίσωση 1-1 ή η πρόταση ένα άσπρο τριαντάφυλλο είναι άσπρο, είναι κατ’ ανάγκην αληθείς αλλά δεν μας προσφέρουν καμιά πληροφορία, και τις εμπειρικές προτάσεις, που, όπως η πρόταση «Έξω βρέχει» ή η πρόταση «Ο Όλυμπος είναι το πιο ψηλό βουνό της Ελλάδας», οι οποίες μας παρέχουν μεν πληροφορίες, αλλά δεν είναι κατ’ ανάγκην αληθείς.

[7] Η θεωρία σύμφωνα με την οποία αμφισβητούνται η ύπαρξη της αλήθειας και η δυνατότητα γνώσης της.

[8] Σύμφωνα με την διδασκαλία του ορθολογισμού:

– Επειδή οι αισθήσεις πολλές φορές μας εξαπατούν, δεν είναι σωστό να τις εμπιστευόμαστε. Κατά συνέπεια, οφείλομε να αναζητήσομε την πηγή της γνώσης σε κάποια άλλη λειτουργία μας.

– Ο λόγος ή ο νους είναι η πηγή κάθε έγκυρης γνώσης. Για παράδειγμα, τα μαθηματικά, που αποτελούν την πιο ακριβή μορφή γνώσης, είναι προϊόν του λόγου.

– Ο λόγος μέσα μας είναι εφοδιασμένος με έμφυτες ιδέες, όπως οι έννοιες της ταυτότητας, της ουσίας ή της αιτιότητας, πάνω στις οποίες μπορούμε να βασιστούμε, για να εξασφαλίσομε ακριβή γνώση των πραγμάτων που συνθέτουν τον κόσμο γύρω μας.

– Μπορούμε, επίσης, εκτός από την γνώση των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου, να είμαστε απολύτως βέβαιοι και για την ύπαρξη του εαυτού μας.

[9] Ι. Καντ, Προλεγόμενα σε κάθε μςελλοντική μεταφυσική, Akademie Verlag, τ. 4, σ. 260.

[10] Ι. Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, μετ. Α. Γιανναράς (Παπαζήσης 1977) σ. 26.

[11] Η φιλοσοφική δράση του Καντ χωρίζεται σε δυο βασικές περιόδους: στην κριτική περίοδο που ονομάστηκε έτσι γιατί σε αυτήν, εκτός από την Κριτική του καθαρού λόγου, εκδόθηκαν οι δύο άλλες μεγάλες Κριτικές του –η Κριτική του πρακτικού λόγου και η Κριτική της κριτικής δύναμης– και στην περίοδο που προηγήθηκε της κριτικής, την προκριτική περίοδο. Στην κριτική περίοδο περιλαμβάνονται τα πιο σημαντικά από τα συγγράμματα του Καντ. Εκτός, δηλαδή, από τις τρεις Κριτικές, σε αυτήν την φάση της ζωής του ο Καντ έγραψε τα έργα: Προλεγόμενα σε κάθε μεταφυσική του μέλλοντος, Θεμέλιο της μεταφυσικής των ηθών, Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου. Στην προκριτική περίοδο περιλαμβάνονται τα ήσσονος από φιλοσοφική άποψη σημασίας συγγράμματά του, που εκδόθηκαν πριν από την Κριτική του καθαρού λόγου. Ο Καντ, σε αντίθεση προς την προκριτική περίοδο, που ο στοχασμός του διαπνέεται από την δογματική αντίληψη της διδασκαλίας του ορθολογισμού ότι η γνώση –είτε αυτή αναφέρεται στην αλήθεια, είτε στο καλό είτε στον Θεό– είναι αποκλειστικά προϊόν του λόγου, στην κριτική περίοδο επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα μεγάλα ζητήματα της φιλοσοφίας με κριτικό τρόπο. Προκειμένου, δηλαδή, να απαντήσει στα φιλοσοφικά ερωτήματα δεν περιορίζεται σε ό,τι υποστηρίζεται από μια και μόνο σχολή, τον ορθολογισμό εν προκειμένω, αλλά, αφού ελέγξει τις απόψεις που διατυπώνονται σε διάφορες σχολές, επιλέγει από αυτές εκείνες που μπορούν να βοηθήσουν στην λύση τους. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της κριτικής προσέγγισης των ζητημάτων που απασχολούν τους φιλοσόφους ο Καντ υιοθετεί για την αντιμετώπισή τους εκτός από τον λόγο, και άλλες λειτουργίες του ανθρώπου –την εμπειρία και την βούληση, ορισμένως. Έτσι, η γνώση, υποστήριξε, δεν είναι προνόμιο μόνο του λόγου, αλλά η απόκτησή της απαιτεί, εκτός από τον λόγο, και την συνδρομή των αισθήσεων· το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε δεν ορίζεται από τον λόγο, αλλά υπαγορεύεται από την βούληση· κ.ο.κ.

[12] Βλ. Θεοδόσης Πελεγρίνης, Καρτέσιος (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 2008), Πρόλογος.

[13] Θεοδόσης Πελεγρίνης, Χιουμ (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 2008), Πρόλογος

[14] Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 1011b 26-27, Κατηγορίαι, 14b 15-18.

[15] Η αλήθεια αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της γνώσης. Χωρίς την αλήθεια δεν μπορεί να υπάρξει γνώση. Μπορώ να ισχυριστώ ότι γνωρίζω πως 1+1=2, επειδή είναι αλήθεια ότι 1+1=2, ενώ δεν μπορώ να πω ότι ξέρω πως 5Χ7=40, επειδή δεν είναι αλήθεια ότι 5Χ7=40.

[16] Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, σ. 64.

[17] Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, σ. 45

[18] Βλ. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της φιλοσοφίας (Ελληνικά Γράμματα 2005), στο λήμμα «Κατηγορίες»).

[19] Ο Καντ διακρίνει 12 κατηγορίες: την ενότητα, την πολλαπλότητα, την ολότητα, την πραγματικότητα, την άρνηση την περιοριοριστικότητα, την ουσιότητα, την αιτιότητα, την αλληλεπίδραση, την δυνατότητα και την ύπαρξη

[20] Μπορεί, λέει ο Καντ, για τα πράγματα καθεαυτά να μην έχομε την δυνατότητα να τα γνωρίσομε, αφού δεν μπορούμε να έχομε καμιά πληροφορία γι΄ αυτά μέσω των αισθήσεων –γιατί, αν συνέβαινε αυτό, θα καθίσταντο τότε κι αυτά φαινόμενα, που για να τα δικαιολογήσομε θα έπρεπε να υποθέσομε σαν πηγή τους κάποια άλλα πράγματα καθεαυτά, κ.ο.κ.–, αλλά μπορούμε να τα σκεφτούμε, να υποθέσομε ότι πρέπει να υπάρχουν. Μπορώ να σκεφτώ κάτι, έστω κι αν δεν το ξέρω, αρκεί αυτό που σκέφτομαι να είναι λογικό, να μην περικλείει αντιφάσεις. Μπορώ, για παράδειγμα, να σκεφτώ ότι κάπου στο διάστημα πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι, μολονότι δεν το ξέρομε, επειδή μια τέτοια υπόθεση δεν είναι αντιφατική. Γι’ αυτό, άλλωστε, επειδή μπορούμε να σκεφτούμε με τον νου μας τα πράγματα καθεαυτά ονομάζονται από τον Καντ και «νοούμενα».

[21] Αυτό, βέβαια, κατά τον Καντ, δεν σημαίνει ότι δεν δικαιούμεθα να μιλάμε και για πράγματα που υπερβαίνουν τα όρια της εμπειρίας. Ο στοχασμός μας μπορεί να αναφέρεται, πέρα από τα πράγματα που μπορούμε να γνωρίσομε με την συνδρομή της εμπειρίας μας, και σε πράγματα, στις ιδέες, όπως τις χαρακτηρίζει ο Καντ, που δεν προσφέρονται μεν να τις γνωρίσομε –και συνεπώς οφείλομε, αν δεν θέλομε να βρεθούμε απέναντι σε ανυπέρβλητες αντινομίες, να παραιτηθούμε από κάθε προσπάθεια να τα γνωρίσομε–, αλλά πρέπει να υπάρχουν. Ο Θεός ή η αθανασία της ψυχής είναι δυο τέτοιες ιδέες, κατά τον Καντ, που η ύπαρξή τους δεν αποδεικνύεται μεν καθ’ οιονδήποτε –είτε λογικό είτε εμπειρικό– τρόπο, αλλά, παρόλα αυτά, είμαστε υποχρεωμένοι να τις δεχθούμε σαν αιτήματα, σαν πράγματα που δεν υπάρχουν κάπου γύρω μας για να μπορέσομε να τα παρατηρήσομε, αλλά ο στοχασμός μας σκέφτεται ότι πρέπει να υφίστανται (βλ. παρακάτω στην ενότητα «Θεός και αθανασία τη ψυχής» )

[22] Αναγκαία προϋπόθεση ή συνθήκη λέμε τον όρο εκείνο που, συνυπάρχοντας μαζί με άλλους παράγοντες, είναι απαραίτητος για να συντελεστεί κάτι. Η συννεφιά, για παράδειγμα, είναι αναγκαία προϋπόθεση για να βρέξει, γιατί μαζί με άλλους παράγοντες, όπως το χαμηλό βαρομετρικό, συντελεί ώστε να βρέξει. Μόνα τους τα σύννεφα, χωρίς τους άλλους συντελεστές της βροχής, δεν αρκούν για να βρέξει. Επαρκής προϋπόθεση ή συνθήκη είναι ο όρος εκείνο του οποίου η παρουσία αρκεί για να συμπεράνομε κάτι. Επαρκής προϋπόθεση για να πούμε ότι ένα ζώο είναι θηλαστικό είναι να έχει μαστούς. Αρκεί και μόνο ένα ζώο να έχει μαστούς, για να θεωρηθεί θηλαστικό

[23] Αν αναγκάζομαι να αποκαλύψω ένα μυστικό, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα μου σκοτώσουν το παιδί, η πράξη δεν μπορεί να κριθεί ηθικά, ενώ αντίθετα αν αποκαλύψω ένα μυστικό για να εισπράξω την αμοιβή που η αστυνομία προσφέρει σε όποιον το αποκαλύψει, η πράξη μου μπορεί να κριθεί ηθικά. Στην πρώτη περίπτωση ενεργώ υπό το κράτος του καταναγκασμού, ενώ στην δεύτερη σε καθεστώς ελευθερίας.

[24] Ο Καντ διακρίνει δυο μορφές βούλησης που αντιστοιχούν στην αυτονομία της και την ετερονομία της: την καθαρή βούληση και την εμπειρική βούληση. Καθαρή είναι η βούλησή μας είναι όταν εκείνο που κάνομε το κάνομε μόνο και μόνο επειδή θέλομε να το κάνομε, ενώ εμπειρική είναι η βούλησή μας είναι όταν θέλομε να κάνομε κάτι, για να εξυπηρετήσομε κάποια σκοπιμότητα, για να επιτύχομε κάτι πέρα από εκείνο που θέλομε να κάνομε. Ας σκεφτούμε, λέει ο Καντ, δυο παντοπώλες που αποφασίζουν να είναι σωστοί στο ζύγι. Ο ένας, όμως, θέλει να είναι τίμιος μόνο και μόνο επειδή θέλει να είναι τίμιος, ενώ ο άλλος θέλει να είναι τίμιος γιατί, αποκτώντας την φήμη του τίμιου, θα αυξήσει την πελατεία του. Ο ένας, ο πρώτος, παντοπώλης ενεργεί με γνώμονα την καθαρή βούληση και, ως εκ τούτου, η συμπεριφορά του είναι ελεύθερη, ενώ ο άλλος, ο δεύτερος, παντοπώλης, δρα βάσει της εμπειρικής βούλησης και, κατά συνέπεια, η συμπεριφορά του, επειδή καθορίζεται από την προσδοκία του κέρδους, δεν είναι ελεύθερη.

[25] Ι. Καντ, Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών, μετ. Γ. Τζαβάρας (Δωδώνη 1984) σ. 71.

[26] Ο Καντ εισηγήθηκε ότι θα πρέπει να τρέφομε προς τον ηθικό νόμο απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό, που ο ίδιος άλλωστε αισθανόταν. «Δυο πράγματα», λέει χαρακτηριστικά ο Καντ, «γεμίζουν την ψυχή μου με πάντοτε καινούριο και αυξανόμενο θαυμασμό, όσο συχνότερα και σταθερότερα ασχολείται μαζί τους ο στοχασμός: ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου» [Ι. Καντ, Κριτική του πρακτικού λόγου, μετ. Κ. Ανδρουλιδάκης (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2004), σ. 233]. Κανένα άλλο συναίσθημα, πέρα από τον σεβασμό και τον θαυμασμό προς τον ηθικό νόμο, δεν θα πρέπει να παρεισφρύει μέσα μας και να παρεμβαίνει στις ηθικές επιλογές μας. Γιατί τότε, μοιραία, η βούλησή μας να κάνομε το σωστό θα μετατρεπόταν από καθαρή βούληση σε εμπειρική βούληση (βλ. παραπάνω υποσ. 24), σε μια βούληση, δηλαδή, που, αντί, όπως συμβαίνει όταν η βούλησή μας είναι καθαρή, να υπακούει σε ό,τι η ίδια υπαγορεύει στον εαυτό της, γίνεται, όπως συμβαίνει όταν η βούλησή μας γίνεται εμπειρική, υποχείριο επιθυμιών για πράγματα και σκοπιμότητες έξω από τον εαυτό της.

[27] Βλ. Θ. Πελεγρίνης Φιλοσοφία και αμφισβήτηση (Ελληνικά Γράμματα 1996), σσ. 23 κ.έ.

[28] Ενδεικτικό εν προκειμένω είναι το γεγονός ότι ο Καντ στο σπίτι του διέθετε ένα μόνο έργο τέχνης.

[29] «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μητέρα μου», σημειώνει ο Καντ, «που φύτεψε και καλλιέργησε μέσα μο το πρώτο σπέρμα καλοσύνης, που άνοιξε στην καρδιά μου τις εντυπώσεις της φύσης, που διήγειρε και διεύρυνε τις έννοιες μου, που τα διδάγματά της είχαν μια συνεχή και ευεργετική επίδραση στην ζωή μου» (M. Kuehn, Kant: A Biograsphy (Cambridge University Press 2001) σ. 31.