Σαίρεν Κίρκεγκωρ

Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ (1813-1855), που το επώνυμό του σημαίνει τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας ή το νεκροταφείο, ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας της Κοπενχάγης, πράγμα που του παρείχε την δυνατότητα να έχει άνετη από οικονομική άποψη ζωή, να σπουδάσει χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δουλεύει και να αρχίσει να εκδίδει τα έργα του με δικά του έξοδα. Επρόκειτο για το έβδομο παιδί μιας περιορισμένης μορφώσεως γυναίκας κι ενός αυτοδίδακτου, ικανού επιχειρηματία, που εμπορευόταν είδη ιματισμού. Με εξαίρεση τον ίδιο κι έναν αδελφό του, τον Πήτερ, όλα τα άλλα τα παιδιά της οικογένειας πέθαναν πολύ νωρίς.

Ο πατέρας του, ένας βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος, που ανήκε στην Λουθηρανική Εκκλησία, εξέλαβε τους πρόωρους αλλεπάλληλους θανάτους των παιδιών του σαν εκδήλωση της οργής του Θεού εναντίον του –όχι άδικα, όπως ο ίδιος πίστευε. Η σκληρή τιμωρία του από τον Θεό θεωρούσε ότι ήταν όχι απλώς δικαιολογημένη αλλά επιβεβλημένη, προκειμένου να αρθούν οι αμαρτίες, στις οποίες είχε υποπέσει κατά την νεότητά του, όταν υπήρξε βλάσφημος του ονόματος του Θεού και άφησε την μητέρα των παιδιών του έγκυο πριν την παντρευτεί[1]. Η αίσθηση της αμαρτίας και η βίωση της ενοχής, που συνεπάγεται η τελευταία αυτή, όπως, επίσης, οι εμπειρίες της μελαγχολίας και της αγωνίας που προκαλεί η αναμονή για την επαπειλούμενη θεία τιμωρία, από τις οποίες διακατεχόταν, σημάδεψαν και την μοίρα του γιου του, του Κίρκεγκωρ –τόσο βαθιά, μάλιστα, ώστε από ένα σημείο και μετά στην ζωή του η αναζήτηση του τρόπου που θα μπορούσαν να ξεπεραστούν αυτές να γίνει το κύριο μέλημά του στις πνευματικές αναζητήσεις του.

Πριν πεθάνει ο πατέρας του, σε ηλικία 82 ετών, ζήτησε από τον Κίργκεγκωρ, που ήταν στενά δεμένος μαζί του[2], να γίνει ιερεύς. Κι αυτός, πράγματι, εντάχθηκε στον κλήρο, για να τον εγκαταλείψει, όμως, αργότερα, σε κάποια άλλη φάση της ζωής του. Δεν ήταν η μοναδική φορά που στην, ούτως ή άλλως, σύντομη ζωή του ο Κίρκεγκωρ αποφάσισε να αλλάξει πλεύση. Η ζωή του, συγκεκριμένα, διήλθε μέσα από τρία στάδια – το αισθητικό, το ηθικό και το θρησκευτικό στάδιο–, που σηματοδοτήθηκαν από αντίστοιχες μεγάλες αποφάσεις του.

Αρχικά, αποφάσισε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Κοπενχάγης θεολογία, για να στραφεί στην συνέχεια περισσότερο στην φιλοσοφία –και ειδικότερα στην μελέτη της διδασκαλίας του Χέγκελ[3], κυρίαρχη τότε στην Ευρώπη[4], από την οποία, ωστόσο, γρήγορα απογοητεύθηκε[5]. Εκείνο, ορισμένως, που μετρούσε περισσότερο για τον Κίρκεγκωρ ήταν η ύπαρξή του και πώς θα μπορούσε να την χειριστεί καλύτερα –και όχι, γενικά, ο άνθρωπος και τα προβλήματά του. Το γεγονός, ορισμένως, ότι ο ίδιος είχε μια μικρή αναπηρία στο πόδι επηρέαζε ολόκληρη την ύπαρξή του προκαλώντας μέσα του σκέψεις και συναισθήματα που οι άλλοι ασφαλώς δεν βίωναν. Η ύπαρξή του, όπως και η ύπαρξη του κάθε ανθρώπου, με τις ιδιαιτερότητες που κουβαλάει, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Ενώ αυτός, λοιπόν, αναζητούσε μια αλήθεια για την οποία θα άξιζε να ζει και να πεθάνει, μια προσωπική αλήθεια, ο Χέγκελ μέσα από το φιλοσοφικό σύστημά του επιχειρούσε, αδιαφορώντας για τα βιώματα και τους προβληματισμούς της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης χωριστά, να ερμηνεύσει τον άνθρωπο γενικά, να αναλύσει την ουσία του και να εξηγήσει πώς μέσα από την τέχνη, την επιστήμη και την φιλοσοφία είναι δυνατή η σύλληψη της απόλυτης αλήθειας, της αλήθειας που είναι η ίδια για όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τον τόπο και την εποχή που ζουν. Ήταν φανερό, για τον Κίρκεγκωρ, πως η διδασκαλία του Χέγκελ δεν μπορούσε να του παράσχει καμιά βοήθεια να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της δικής του ύπαρξης. Αλλά ούτε και η επίσημη εκκλησία του κράτους ένιωθε να τον ελκύει έτσι, ώστε να βρει σε αυτήν έναν σύμμαχο στην αγωνιώδη προσπάθειά του να λύσει τα υπαρξιακά του προβλήματα, αφού όλη η δράση της αναλώνονταν σε ανούσιες διδασκαλίες και τυπολατρικού χαρακτήρα αιτήματα και εντολές.

Μη βρίσκοντας, λοιπόν, πουθενά, ούτε την φιλοσοφία ούτε στην εκκλησία, κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να χειριστεί την ζωή του με τέτοιο τρόπο, ώστε να δώσει κάποιο νόημα στην ύπαρξή του, απογοητεύθηκε αφήνοντάς τον εαυτό του να τον παρασύρουν τα ένστικτά του και να τον οδηγούν τα πάθη του. Ζει, πλέον, έκλυτο βίο επιδιδόμενος σε ένα αδιάκοπο κυνήγι των ηδονών των αισθήσεων, επιδιώκοντας κάθε στιγμή να αισθάνεται έντονα την ικανοποίηση που του προσφέρει η κάρπωση κάποιας ηδονής, γιατί μόνον έτσι, πιστεύει, μπορεί να γίνει ευτυχισμένος. Εχθρός της ευτυχίας μας – θεωρεί σε αυτήν την φάση της ζωής του, το αισθητικό στάδιο, όπως την χαρακτηρίζει, μια και το ζητούμενο γι’ αυτόν είναι αποκλειστικά η ικανοποίηση των αισθήσεών του– είναι ο πόνος και, ακόμη περισσότερο, η ανία, από την οποία τελικά, όσο κι αν παραδίδεται στις ηδονές των αισθήσεών του, δεν καταφέρνει να ξεφύγει. Ο κύκλος αυτός της ζωής του, το αισθητικό στάδιο, κλείνει, όταν επέρχεται πια η πλησμονή από την βίωση των αλλεπάλληλων ηδονών των αισθήσεων και η κόπωση από το αδιάκοπο κυνήγι τους, οπότε καταλαμβάνεται από την εμπειρία της ματαιότητας και της ανίας.

Το αισθητικό στάδιο της ζωής του πλέον το διαδέχεται ένα άλλο στάδιο, το ηθικό στάδιο, όπου, αντί για τις ηδονές των αισθήσεων, κυριαρχεί το «πρέπει». Προσπαθεί, συγκεκριμένα, να βρει το νόημα της ύπαρξής του μέσα από την αίσθηση του καθήκοντος τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς τους άλλους και το ηθικό χρέος του να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που του υπαγορεύει εκείνο.

Αποφασίζει, λοιπόν, να επιστρέψει στις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, όπου αναλαμβάνει την ευθύνη της εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με θέμα την έννοια της ειρωνείας σε σχέση με τον τρόπο που την χρησιμοποιούσε ο Σωκράτης. Στο πρόσωπο του Σωκράτη ο Κίργκεγωρντ διέκρινε τον πρώτο φιλόσοφο που αμφισβήτησε τις καθιερωμένες αλήθειες θεωρώντας ότι οφείλει να βρει κανείς την αλήθεια μόνος του. Όπως κάθε είρων, ορισμένως, ο Σωκράτης συνήθιζε, βέβαια, όταν συζητούσε να λέει κάτι και να εννοεί κάτι διαφορετικό από εκείνο που έλεγε, το οποίο, όμως –κι εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον στην ειρωνεία του– φρόντιζε επιμελώς να μην αποκαλύπτει στους συνομιλητές του προτρέποντάς τους να το ανακαλύψουν μόνοι τους. Κριτήριο της αλήθειας είναι όχι η αντικειμενικότητά της, το αν καθορίζεται αυτή, δηλαδή, από μια πραγματικότητα έξω από τον εαυτό μας, η οποία αναγνωρίζεται και υιοθετείται από όλους ανεξαιρέτως, αλλά η υποκειμενικότητά[6] της, η αίσθηση ότι η πραγματικότητα στην οποία θα πρέπει να στοχεύει η αλήθεια[7] είναι ένα ζητούμενο που καλείται να το ανακαλύψει ο καθένας μας μόνος του χωρίς την συνδρομή κανενός άλλου. Αυτό, ωστόσο, το ζήτημα της υποκειμενικότητας της αλήθειας, όσο κι αν αναδεικνύεται μέσα από την απόφασή του να πραγματευθεί στην διδακτορική διατριβή του την έννοια της ειρωνείας σε σχέση με τον τρόπο που την χρησιμοποιούσε ο Σωκράτης, θα τον απασχολήσει έντονα αργότερα –σε ένα άλλο, το τρίτο, στάδιο της ζωής του.

Σε αυτό, όμως, το στάδιο της ζωής του, το ηθικό στάδιο, αναζητεί το νόημα της ύπαρξής του στο ηθικό χρέος του όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του, όπως αυτό εκφράζεται από αποφάσεις του, όπως η ανάληψη εκ μέρους του της ευθύνης να εκπονήσει την διδακτορική διατριβή του, αλλά και από δεσμεύσεις του προς τους άλλους. Έτσι, γίνεται, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του, ιερεύς, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του αντιπροσώπου του Θεού πάνω στην γη, και αρραβωνιάζεται την Ρεγγίνα Όλσεν (1822-1904) με την προοπτική, βέβαια, να δεθεί μαζί της με τα δεσμά του γάμου. Με την Ρεγγίνα συναντήθηκαν, όταν εκείνος ήταν 24 ετών κι αυτή 15, για να αρραβωνιαστούν τρία χρόνια μετά. Ο αρραβώνας τους, όμως, τελικά δεν εξελίχθηκε σε γάμο. Η μελαγχολία του, όπως ο ίδιος αναφέρει, τον καθιστούσε ακατάλληλο για γάμο και, γι’ αυτό, αποφάσισε, πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που πρότεινε στην Ρεγγίνα να παντρευτούν, να διαλύσει τον αρραβώνα του μαζί της, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσε να την αγαπά[8]. Πέρα, όμως, από την προσωπική αυτή δοκιμασία, η μελαγχολία μαζί με την αίσθηση της αμαρτίας και την βίωση της ενοχής και της αγωνίας για το πώς και αν, κατ’ αρχάς, θα μπορούσε να σωθεί από την αμαρτία, εμμονές τις οποίες κληρονόμησε από τον πατέρα του, τον ωθούν να παραιτηθεί από την θέση του ιερέα και να απομονωθεί πλήρως στον εαυτό του αναζητώντας βοήθεια μόνο από τον Θεό. Το ηθικό στάδιο της ζωής του το διαδέχεται πια το θρησκευτικό στάδιο.

Σε αυτήν την φάση της ζωής του πιστεύει ότι, αν θέλει να αποκτήσει η ύπαρξή του νόημα οφείλει να στρέψει το βλέμμα του προς την θρησκεία –να γίνει χριστιανός, συγκεκριμένα. Μόνο ως χριστιανός θεωρεί πως μπορεί να ελπίζει ότι θα βγει τελικά από το αδιέξοδο, στο οποίο οδηγήθηκε η ύπαρξή του κατά τα δυο προηγούμενα στάδια της ζωής του –το αισθητικό και το ηθικό.

Το ερώτημα, εν τοιαύτη περιπτώσει, είναι: πώς μπορεί να γίνει χριστιανός μέσα σε έναν χριστιανικό κόσμο; Γιατί το γεγονός, θεωρεί, ότι ζει μέσα σε έναν χριστιανικό κόσμο δεν του εξασφαλίζει αυτομάτως και την ιδιότητα του χριστιανού. Άλλο πράγμα είναι να είσαι μέλος του χριστιανικού κόσμου, κι άλλο χριστιανός. Το ένα δεν συμβαδίζει με το άλλο. Λέγοντας «χριστιανικός κόσμος» ο Κίρκεγκωρ εννοεί την εκκλησία, που έχει περιέλθει σε κατάσταση παρακμής, καθόσον ακολουθεί την διδασκαλία και τις εντολές του Χριστού μόνο στα λόγια με ρηχό, ανούσιο και υποκριτικό τρόπο. Μοιραία, λοιπόν, όποιος ταυτίζεται με την εκκλησία, η οποία έχει αποξενωθεί από τον Θεό, τον οποίο υποτίθεται ότι υπηρετεί, είναι μοιραίο να χάσει κάθε ουσιαστική επαφή με τον Θεό. Εκείνος που θέλει να αποκαταστήσει την σχέση του με τον Θεό οφείλει να εγκύψει μέσα του, για να τον ανακαλύψει εκεί και να δει, έτσι, εν ονόματι του Θεού, τι πραγματικά ισχύει, να μάθει τι είναι, επιτέλους, αλήθεια –με δυο λόγια να γίνει χριστιανός.

Η αλήθεια, όπως είχε επισημάνει ο Κίρκεγκωρ, αναλύοντας την ειρωνεία με τον τρόπο που την χρησιμοποιούσε ο Σωκράτης, δεν υπάρχει αντικειμενικά, για να είναι δεδομένη, αλλά είναι υποκειμενική, προσωπικό επίτευγμα του καθενός μας. Χρειάζεται να στραφεί κανείς μέσα του, στον εαυτό του, και εκεί μόνος του, εντελώς μόνος του, χωρίς την συνδρομή λογικών αποδείξεων, δασκάλων ή οποιωνδήποτε αυτόκλητων συνδρομητών, να επιχειρήσει ένα άλμα πάνω από συναισθηματικούς πειρασμούς και από ηθικές αρχές και κάθε άλλου είδους επιταγές, που μας κρατούν δέσμιους στο κοινωνικό περιβάλλον μας, ένα άλμα που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον Θεό, εν ονόματι του οποίου μόνο μπορεί να ανακαλύψει τι είναι αλήθεια, ένα άλμα προς την πίστη, όπως το ορίζει ο Κίρκεγκωρ, ανάλογο προς τον άλμα που επιχείρησε ο Αβραάμ. Σύμφωνα με την διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, ορισμένως, ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να θυσιάσει τον μονογενή υιό του, κι εκείνος, επειδή πίστεψε στον Θεό, αποφάσισε να ανταποκριθεί στο θέλημα του Θεού, ο οποίος για την πράξη του αυτή τον αντάμειψε τελικά με την αιωνιότητα. Για να αποφασίσει, όμως, ο Αβραάμ να θυσιάσει τον υιό του, όπως του ζήτησε ο Θεός, χρειάστηκε να κάνει μέσα του ένα άλμα τέτοιο, που να τον υψώσει πάνω από τον συναισθηματικό δεσμό που ως πατέρας είχε με το υποψήφιο θύμα του και πάνω από την ηθική αρχή ότι δεν πρέπει να αφαιρούμε την ζωή του άλλου έτσι, ώστε χάρη στο άλμα του αυτό να φτάσει στο ύψος μιας τέτοιας πίστης στον Θεό, ώστε να μην υπάρχει τίποτε που να τον αποτρέψει από την απόφασή του να ανταποκριθεί τυφλά στο θέλημα του Θεού.

Οπωσδήποτε, η απόφαση για το άλμα προς την πίστη, χάρη στο οποίο εκείνος που θα το επιχειρήσει μπορεί να ελπίζει ότι θα κερδίσει την αιωνιότητα, κάθε άλλο παρά εύκολη θα μπορούσε να θεωρηθεί. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα άλμα προς την αβεβαιότητα και την αμφιβολία. Γιατί η πίστη από την φύση της περικλείει την πλάνη. Δικαιούμαι, ας πούμε, από δω, από την Αθήνα, όπου βρίσκομαι, να πω ότι πιστεύω πως στην Ρόδο βρέχει, γιατί ενδέχεται αυτήν την στιγμή να μην βρέχει πράγματι στην Ρόδο, ενώ δεν δικαιολογούμαι να ισχυριστώ, ενώ είμαι έξω και έχω γίνει μούσκεμα από την βροχή, να πω «ξέρεις, πιστεύω ότι βρέχει», γιατί δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι βρέχει. Όταν ο Αβραάμ, λοιπόν, κάνοντας το άλμα προς την πίστη του στον Θεό, αποφασίζει να θυσιάσει τον υιό του, κανένας και τίποτε δεν του προεξοφλεί ότι η απόφασή είναι η σωστή. Τίποτε δεν αποκλείει όλη αυτή η ιστορία, που του ζήτησε ο Θεός να θυσιάσει τον υιό του, να μην ήταν παρά μια πλάνη του, ένα όνειρό του, ένα παιχνίδι της φαντασίας του, οπότε, θυσιάζοντας τον υιό του, δεν θα είχε καταστεί παρά ένας στυγνός πατροκτόνος. Αποφασίζοντας ο Αβραάμ να κάνει το άλμα προς την πίστη προκειμένου να κερδίσει την αιωνιότητα αναλαμβάνει, συγχρόνως, και τον κίνδυνο να γίνει ένας κοινός εγκληματίας. Τι από τα δυο επρόκειτο να συμβεί, δεν το ήξερε, όταν επιχειρούσε το άλμα προς την πίστη. Έπρεπε να περιμένει το αποτέλεσμα, για να διαπιστώσει αν δικαιώθηκε ή όχι με την απόφασή του να επιχειρήσει το άλμα του προς την πίστη του στον Θεό.

Πριν από το άλμα προς την πίστη ο Αβραάμ, όπως και κάθε άλλος από μας που στοχεύει, πέρα από την φθορά και την μιζέρια του κόσμου μας, στην αιωνιότητα, είναι αντιμέτωπος με το δίλημμα: είτε η αιωνιότητα είτε η καταστροφή, ή θα κερδίσεις το παν ή θα τα χάσεις όλα. Είναι μια ζαριά που όταν καθίσει το ζάρι, στο οποίο είναι χαραγμένες επάνω του οι λέξεις «όλα» και «τίποτε», θα ξέρεις πια αν κέρδισες το παν ή αν έχασες τα πάντα. Δεν υπάρχει, όμως, άλλος δρόμος για να φτάσεις στην ποθητή αιωνιότητα εκτός από το δίλημμα αυτό που συνοδεύει το άλμα σου προς την πίστη. Ασφαλώς, αποφεύγοντας να κάνεις το άλμα προς την πίστη δεν θα ζήσεις την τραγωδία του διλήμματος «ή όλα ή τίποτε», αλλά είναι βέβαιο εκ των προτέρων ότι θα έχεις διαγράψει από τον ορίζοντα της ζωής του κάθε ελπίδα να κερδίσεις την αιωνιότητα, προς την οποία ταυτίζεται η απόλυτη ευτυχία.

Ο καθένας μας σκέφτεται την ευτυχία και θέλει με κάθε τρόπο να την αποκτήσει. Το κακό, λέει ο Κίρκεγκωρ, είναι ότι νομίζομε πως η πόρτα της ευτυχίας ανοίγει προς τα μέσα και πέφτομε με δύναμη επάνω της να την παραβιάσομε, για να μπούμε μέσα να βρούμε την ευτυχία. Μάταια, όμως, γιατί η πόρτα της ευτυχίας ανοίγει προς τα έξω. Ο Κίρκεγκωρ προσπάθησε να μας ανοίξει τα μάτια να δούμε ότι η πόρτα της ευτυχίας δεν ανοίγει έτσι όπως μας λέγανε αλλά αλλιώς, ότι χρειάζεται ο καθένας μόνος του να σκύψει μέσα του και, δίχως καμιά βοήθεια από πουθενά, να επιχειρήσει το άλμα προς την πίστη.

Ο Κίρκεγκωρ πέθανε χωρίς να δεχθεί να τον λάβει την θεία κοινωνία από τον εφημέριο του ναού, επειδή θεωρούσε τους ιερείς όχι υπηρέτες του Θεού αλλά δημοσίους υπαλλήλους. Παραδίδοντας το πνεύμα είχε την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι ακούν καλύτερα ό,τι λέγεται από έναν νεκρό παρά από έναν ζωντανό. Και δεν είχε άδικο. Πράγματι, σε αντίθεση με τις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν προς το πρόσωπό του όσο ζούσε, μετά τον θάνατό του η απήχηση που είχαν οι ιδέες του ήταν τέτοια, ώστε να δημιουργηθεί ένα από τα μεγαλύτερα ρεύματα της φιλοσοφίας, ο υπαρξισμός[9], οι οπαδοί του οποίου, δικαίως, αναφέρονται σε αυτόν ως τον πνευματικό πατέρα τους.

Κατεβάστε το pdf αρχείο εδώ

[1] Είχε πειστεί ότι κανένα από τα παιδιά του θα αξιωνόταν να υπερβεί την ηλικία του Χριστού, ήγουν το τριακοστό τρίτο έτος –μια πρόβλεψη που, δυστυχώς γι’ αυτόν και την οικογένειά του, επιβεβαιώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της.

[2] Ενδεικτικά της βαθιάς συναισθηματικής σχέσης που είχε με τον πατέρα του ο Κίργκεγκωρ και της επιρροής που θα πρέπει να άσκησε επάνω του ο πατέρας του είναι τα λόγια που είπε λίγο μετά τον θάνατό του. «Ήθελα τόσο πολύ να μπορούσε να ζούσε μερικά χρόνια ακόμη. Προσβλέπω στον θάνατό του σαν την τελευταία θυσία που έκανε για χάρη της αγάπης του προς εμένα … Πέθανε για μένα, προκειμένου, αν είναι δυνατόν, να μπορέσω να γίνω κάτι … Από όλα όσα κληρονόμησα από αυτόν η ανάμνηση γι’ αυτόν … είναι το πιο αγαπητό μου πράγμα, και θα προσέχω να διατηρώ [την μνήμη του] με ασφάλεια μακριά από τα μάτια του κόσμου» (^ a b c d e f g h i j k Dru, Alexander. The Journals of Søren Kierkegaard, Oxford University Press, 1938).

[3] Βλ. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της φιλοσοφίας, στο λήμμα «Χέγκελ» (Ελληνικά Γράμματα 2004)

[4] Βλ. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της φιλοσοφίας, στο λήμμα «εγελιανισμός» (Ελληνικά Γράμματα 2004)

[5] Θ. Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας (Ελληνικά Γράμματα 1998) σσ. 371-372.

[6] Βλ. Θ. Πελεγρίνης, Εμπειρία και πραγματικότητα (Καρδαμίτσα 1988) σσ. 50-52. Ο Κίρκεγκωρ, θέλοντας να υπονομεύσει την ενότητα και την ομοιομορφία που συνεπάγεται η αντικειμενικότητα προς την οποία συνηθίζουν να συνδέουν την αλήθεια και να αναδείξει την υποκειμενικότητα προς την οποία ο ίδιος συσχέτιζε την αλήθεια δημοσίευσε πολλά από τα έργα μου με διάφορα ψευδώνυμα, όπως Βίκτορ ο Ερημίτης, Ιωάννης της Σιωπής, Κωνσταντίνος Κωνστάντιος, Νεαρός, Βιτζίλιους Χαουφνιένσις, Νικόλαος Νοταμπένε, Ιλάριος Βιβλιοδέτης, Ιωάννης της Κλίμακος. Ίντερ ετ Ίντερ, Αντικλίμακος. Έτσι αποδίδοντας τα έργα του σε διαφορετικούς –υποτίθεται– συγγραφείς, το καθένα τους εκφράζει μια δική του αλήθεια, που δεν πρέπει να συνδέεται με την αλήθεια κάποιου άλλου έργου του. Παράλληλα προς την χρήση των ψευδωνύμων ο Κίρκεγκωρ επιχείρησε να δείξει πως η διδασκαλία του δεν αποτελεί ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα, όπως εκείνο που διατύπωσε ο Χέγκελ, που όλοι οι αναγνώστες οφείλουν να το εισπράξουν λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο. Η πραγματικότητα, κατά τον Κίρκεγκωρ, δεν είναι κοινή για όλους, αλλά ο καθένας μας οφείλει να την προσεγγίζει με τον δικό του τρόπο ανάλογα προς τις συνθήκες και τις καταστάσεις κάτω από τις οποίες ζει.

[7] Κατά τον Πλάτωνα (Σοφιστής 263b) και, κατόπιν, κατά τον Αριστοτέλη (Μετά τα φυσικά 1011b 26-27, Κατηγορίαι 14b 15-18), η αλήθεια ορίζεται ως η αντιστοιχία του νου, μιας σκέψης που κάνομε στο μυαλό μας, και της πραγματικότητας, του πράγματος έξω από μας όπου αναφέρεται η σκέψη.

[8] Μετά την διάλυση του αρραβώνα της η Ρεγγίνα παντρεύτηκε τον Γιόχαν Φρέντερικ Σλέγκελ (1817-1896), ανώτατο δημόσιο υπάλληλο· τον Κίρκεγκωρ, στην συνέχεια, έτυχε απλώς να τον συναντήσει ορισμένες φορές στον δρόμο. Κι όταν κάποτε ο τελευταίος αυτός ζήτησε την άδεια από τον σύζυγό της να δει την Ρεγγίνα, για να μιλήσει μαζί της, ο Σλέγκελ δεν το επέτρεψε. Από ένα σημείο και μετά ουδεμία επαφή υπήρξε μεταξύ των πρώην αρραβωνιασμένων . Ο Σλέγκελ διορίστηκε Κυβερνήτης στις Δανικές Δυτικές Ινδίες, όπου εγκαταστάθηκε με την σύζυγό του και, όταν επέστρεψαν στην Κοπενχάγη, ο Κίρκεγκωρ είχε ήδη πεθάνει –πρόωρα, 42 ετών. Απλώς, όταν, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του Κίρκεγκωρ, πέθανε η Ρεγγίνα, φρόντισαν να την θάψουν κοντά στον τάφο του.

[9] Σύμφωνα με τον υπαρξισμό, «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», πράγμα που σημαίνει πως αντικείμενο των ερευνών των φιλοσόφων δεν πρέπει να είναι, όπως συνέβαινε πριν από την εμφάνιση του υπαρξισμού, η αντιμετώπιση των προβλημάτων του τύπου, ας πούμε, ποια είναι η ουσία του ανθρώπου, μέχρι πού μπορεί, και αν μπορεί, βέβαια, κατ’ αρχάς, να γνωρίσει ο άνθρωπος, τι είναι σωστό ή τι είναι ωραίο για τον άνθρωπο, αν πρέπει να πιστεύει ο άνθρωπος στον Θεό κ.ά.τ., τα οποία αναφέρονται στην ουσία ή την έννοια του ανθρώπου γενικώς και αορίστως, αλλά είναι, όπως εισηγήθηκε ο Κίρκεγκωρ, ο χειρισμός ζητημάτων που απασχολούν την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου κάτω από αυτές ή εκείνες τις συγκεκριμένες καταστάσεις.