Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1951) αποτελεί σπάνια περίπτωση φιλοσόφου. Παρά το γεγονός ότι, ενόσω ζούσε, δημοσίευσε ένα εξαιρετικά περιορισμένο σε όγκο συγγραφικό έργο[1], πέτυχε, ωστόσο, να αναγνωριστεί εν ζωή σαν κορυφαία μορφή της φιλοσοφίας[2], μέσα από την διατύπωση δυο διαφορετικών θεωριών, που άλλαξαν τον προσανατολισμό του φιλοσοφικού στοχασμού. Πρόκειται για δυο ερμηνείες της γλώσσας, στην οποία, όπως υποστήριξε, οφείλουν οι φιλόσοφοι να επικεντρώσουν αποκλειστικά το ερευνητικό ενδιαφέρον τους. Και τούτο γιατί, όπως παρατήρησε, όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα που προέκυψαν και συνεχίζουν να ανακύπτουν οφείλονται στην εσφαλμένη αντίληψη του νοήματος της γλώσσας και την κακή χρήση της τελευταίας αυτής εκ μέρους των χειριστών της φιλοσοφίας. Δεν αρκεί, λοιπόν, παρά να αποκαταστήσουν οι φιλόσοφοι την γλώσσα που μεταχειρίζονται στην ορθή χρήση της επισημαίνοντας ποιο είναι το σωστό νόημά της, και αυτομάτως όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα που τους απασχολούν θα εξαφανιστούν. Τις δυο θεωρίες του για την γλώσσα ο Βιτγκενστάιν τις παρουσίασε σε δυο διαφορετικές περιόδους –την πρώιμη και την όψιμη φάση– της ζωής του, μέσα από δυο διαφορετικά βιβλία.

Κατά την πρώιμηφάση της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του, στο έργο του Πραγματεία λογικό-φιλοσοφική, ο Βιτγκενστάιν διατύπωσε την απεικονιστική θεωρία του νοήματος της γλώσσας, σύμφωνα με την οποία το νόημα μιας λέξης καθορίζεται από το πράγμα που απεικονίζει, περιγράφει ή αντιπροσωπεύει, από το πράγμα στο οποίο αναφέρεται. Η λέξη «σκύλος», για παράδειγμα, έχει νόημα, επειδή αναπαριστά ένα ον που μπορεί ο καθένας –είτε πρόκειται για παιδί είτε για ενήλικα, είτε πρόκειται για άντρα είτε για γυναίκα, είτε πρόκειται για ευρωπαίο είτε για αφρικανό ή ασιάτη– να το παρατηρήσει. Κι επειδή όλοι οι άνθρωποι, παρατηρώντας, υπό κανονικές συνθήκες, έναν σκύλο, βλέπουν το ίδιο ον, έπεται ότι και το νόημα της λέξης «σκύλος», που απεικονίζει τον σκύλο, θα πρέπει να είναι κοινό για όλους. Η γλώσσα, λοιπόν, κατά τον Βιτγκενστάιν, είναι μία για όλον τον κόσμο, οικουμενική, υπό την έννοια ότι νόημά της, άσχετα προς το λεκτικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο καθένας, είναι το ίδιο. Το νόημα, ορισμένως, της λέξης «σκύλος», της αγγλικής λέξης dog, της γαλλικής chien ή της ιταλικής cane είναι ίδιο, καθόσον όλες τους περιγράφουν ή δηλώνουν το ίδιο πράγμα.

Τα προβλήματα και τα αδιέξοδα στην φιλοσοφία δημιουργούνται, όταν οι χειριστές της τελευταίας αυτής μεταχειρίζονται λέξεις και φράσεις, προκειμένου να περιγράψουν πράγματα και γεγονότα, ενώ αυτές δεν απεικονίζουν τίποτε από την πραγματικότητα. Η χρήση λέξεων και φράσεων εκ μέρους των φιλοσόφων, όπως, ας πούμε, «ον», «οντολογική διαφορά», «καθόλου», «το είναι ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι», «σπερματικός λόγος», «ρεύμα της συνείδησης», «ουσία», «όντως ον» και άλλα παρόμοια, προκαλούν σύγχυση, επειδή μιλάνε για άδηλα πράγματα και μυστηριώδεις καταστάσεις. Εκείνο που οφείλουν να κάνουν οι φιλόσοφοι, για να απαλλαγούν από τις συγχύσεις και τα αδιέξοδα που τους ταλαιπωρούν, είναι να καθαρίσουν την γλώσσα που μεταχειρίζονται από τέτοιες λέξεις και εκφράσεις ακολουθώντας προς τούτο μια ειδική μέθοδο –την μέθοδο της ανάλυσης της γλώσσας[3] – έχοντας σαν γνώμονα την πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα είναι ό, τι συμβαίνει ή ό, τι γίνεται στον κόσμο, τα γεγονότα, τα οποία, εφόσον αποτελούν σύνθετες καταστάσεις, υποδιαιρούνται σε απλά γεγονότα, που, με την σειρά τους, αναλύονται σε πράγματα. Τα τρία αυτά επίπεδα της πραγματικότητας –οι σύνθετες καταστάσεις, τα απλά γεγονότα και τα πράγματα– δηλώνονται, αντίστοιχα, με τις προτάσεις, τις απλές προτάσεις και τα ονόματα. Έτσι, για να δούμε αν μια περιγραφή ή μια θεωρία έχει νόημα, εκείνο που, σύμφωνα με την απεικονιστική θεωρία του νοήματος της γλώσσας, χρειάζεται να κάνομε είναι να την χωρίσομε πρώτα σε προτάσεις, μετά την κάθε πρόταση να την κατατμήσομε σε απλούστερες προτάσεις και, αυτές, στο τέλος, να τις αναλύσομε στα πράγματα στα οποία αναφέρονται. Εάν αυτή η διαδοχική ανάλυση της περιγραφής ή της θεωρίας καταλήξει σε πράγματα των οποίων την ύπαρξη μπορεί ο καθένας, κάτω από κανονικές συνθήκες, να διαπιστώσει, τότε η εν λόγω περιγραφή ή θεωρία έχει νόημα. Για παράδειγμα έχει νόημα να πει κανείς «η γάτα είναι στην κουζίνα, ο σκύλος είναι στον κήπο και ο Πέτρος είναι στον δρόμο», καθόσον κάθε μια από τις απλές προτάσεις –«η γάτα είναι στην κουζίνα», «ο σκύλος είναι στον κήπο», «ο Πέτρος είναι στον δρόμο» –, στις οποίες αναλύεται αυτό που λέει, αποτελείται από ονόματα που αναφέρονται σε πράγματα –στην γάτα, στην κουζίνα, στον σκύλο, στον κήπο, στον Πέτρο, στον δρόμο–, που ο καθένας μπορεί, υπό κανονικές συνθήκες, να διαπιστώσει ότι υπάρχουν. Αντίθετα, μια φιλοσοφική περιγραφή του τύπου «η πραγματικότητα είναι το ον και η ουσία του όντος είναι τα καθόλου» στερείται νοήματος, γιατί οι απλές προτάσεις «η πραγματικότητα είναι το ον» και «η ουσία του όντος είναι τα καθόλου» από τις οποίες αποτελείται η εν λόγω περιγραφή, περιλαμβάνει τα ονόματα «πραγματικότητα», «ον», «ουσία», καθόλου», που μιλάνε για ανύπαρκτα πράγματα, για πράγματα για τα οποία δεν μπορεί να έχει κανείς καμιά σαφή εικόνα περί του τι θα μπορούσαν να είναι αυτά. Είναι ακριβώς τέτοιου είδους θεωρίες στην φιλοσοφία –περιγραφές που, αναλυόμενες, αναφέρονται σε μυστηριώδη πράγματα– οι οποίες δημιουργούν τα προβλήματα και τα αδιέξοδα, από τις οποίες οφείλουν οι φιλόσοφοι να την καθαρίσουν, αν θέλουν να απαλλαγούν από τα τελευταία αυτά –να περιοριστούν, με άλλα λόγια, σε προτάσεις που περιλαμβάνουν μόνο ονόματα που πράγματι απεικονίζουν πράγματα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, βέβαια, ότι σε κάθε απλή πρόταση που μεταχειριζόμαστε στην καθημερινή επικοινωνία μας και είναι κατανοητή και εύλογη από τους χειριστές της υπάρχουν και λέξεις που δεν δηλώνουν πράγματα. Η πρόταση, λόγου χάριν, «η γάτα είναι στην καρέκλα», η οποία είναι, ασφαλώς, κατανοητή από τον καθένα, πέρα από τα ονόματα «γάτα» και «καρέκλα», που απεικονίζουν αντίστοιχα πράγματα –μια γάτα και μια καρέκλα–, περιλαμβάνει ακόμη τις λέξεις «η», «στην» και «είναι», που δεν αναφέρονται πουθενά χωρίς αυτό, ωστόσο, να έχει καμιά αρνητική επίδραση στο νόημα της πρότασης «η γάτα είναι στην καρέκλα». Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, κατά τον Βιτγκενστάιν, η χρήση τέτοιων λέξεων να έχει τέτοια επίπτωση. Και τούτο, γιατί ο ρόλος που επιτελούν λέξεις, όπως τα άρθρα, τα μόρια «ναι», «όχι», το συνδετικό «είναι», οι σύνδεσμοι «και», «δεν», «ή», «άρα», και άλλα τέτοια παρόμοια, δεν είναι αναφορικός, δεν τις μεταχειριζόμαστε, δηλαδή, για να δηλώνομε πράγματα, αλλά είναι λειτουργικός, υπό την έννοια ότι τις χρησιμοποιούμε για να ορίζομε τα πράγματα, να τα συνδέομε μεταξύ τους, να προσδιορίζομε την σχέση τους, την θέση τους κ.λπ., να συνυφαίνομε μεταξύ τους απλές προτάσεις προκειμένου να σχηματίζομε από αυτές σύνθετες προτάσεις[4].

Αλλά, εκτός από τις λέξεις που ο ρόλος των είναι λειτουργικός, ο Βιτγκενστάιν επισήμανε ότι υπάρχουν, επίσης, λέξεις που, μολονότι δεν απεικονίζουν πράγματα κι ο ρόλος των δεν είναι λειτουργικός, οι προτάσεις, παρόλα αυτά, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτές έχουν νόημα. Η πρόταση, για παράδειγμα, «ο Θεός υπάρχει» έχει νόημα, παρά το γεγονός ότι η λέξη «Θεός» δεν απεικονίζει κανένα από τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόταση «ο Πέτρος είναι καλός», όπου η λέξη «καλός» δεν απεικονίζει κανένα πράγμα. Μπορούμε να παρατηρήσομε ότι ο Πέτρος είναι ψηλός ή κοντός, ότι είναι παχύς ή λεπτός, ότι φροντίζει τα παιδιά του, ότι δίνει ελεημοσύνη στους επαίτες και χίλια άλλα δυο χαρακτηριστικά του ή πράγματα που κάνει, αλλά αυτό που θεωρούμε καλοσύνη, η οποία μας επιτρέπει να πούμε ότι ο Πέτρος είναι καλός, δεν μπορούμε να την δούμε πουθενά. Ο Βιτγκενστάιν υποστήριξε ότι, τέτοιες λέξεις, όπως «Θεός», «καλός», «ωραίος» κ.λπ. συγκροτούν ό, τι ο ίδιος αποκάλεσε συλλήβδην «μυστικό» ή «άρρητο», μια ιδιαίτερη κατηγορία, δηλαδή, λέξεων, που έχουν νόημα όχι γιατί περιγράφουν ή απεικονίζουν κάποιο πράγμα ούτε γιατί χρησιμοποιούνται για λειτουργικούς λόγους, αλλά διότι η καθεμιά τους εκφράζει ή δείχνει ένα ορισμένο βίωμά μας. Ο στόχος του πιστού που λέει ότι ο Θεός υπάρχει δεν είναι να περιγράψει ή να απεικονίσει κάτι που υπάρχει στον κόσμο, αλλά να εκφράσει ή να δείξει το βίωμά του για κάτι που θεωρεί σημαντικό. Αυτές οι λέξεις που περιλαμβάνονται στην σφαίρα του μυστικού ή του άρρητου έχουν αξία όχι για το ότι περιγράφουν κάτι που, περιγράφοντάς το, είναι σε θέση να το αντιληφθούν και οι άλλοι, αλλά γιατί, χρησιμοποιώντας τες, θέλομε να δείξομε ότι βιώνομε κάτι που δεν μπορούμε να το περιγράψομε αλλά μόνο να το νιώσομε εμείς που τις μεταχειριζόμαστε.

Η γλώσσα, με άλλα λόγια, κατά τον Βιτγκενστάιν, έχει όρια. Η χρήση της δικαιολογείται στον βαθμό που απεικονίζει τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο. Τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου εντός του οποίου διαβιούμε. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλα εξαντλούνται στα όρια του κόσμου. Απεναντίας, πέρα από τα όρια του κόσμου υπάρχει η περιοχή του μυστικού ή του αρρήτου, όπου περιλαμβάνονται ο Θεός, η ηθική, η αισθητική, που είναι πιο σπουδαία από τα πράγματα που υφίστανται εντός των ορίων του κόσμου και, αντίθετα προς τα τελευταία αυτά, που είναι δυνατόν να λεχθούν και να περιγραφούν, μπορούν μόνο να βιωθούν, να εκφραστούν ή να δειχθούν –άσχετα αν, για να αναφερθούμε σε αυτά, μεταχειριζόμαστε λέξεις, όπως «Θεός», καλό», ωραίο» και άλλες παρόμοιες. Δυστυχώς, η διάκριση αυτή μεταξύ εκείνου που μπορεί να λεχθεί ή να περιγραφεί και εκείνου που μπορεί να βιωθεί ή να δειχθεί διαφεύγει την προσοχή μας. Έτσι, επειδή, όταν εκφραζόμαστε για τον Θεό, την ηθική ή την αισθητική, που ανάγονται στην περιοχή του αρρήτου, όπου τίποτε δεν μπορεί να λεχθεί ή να περιγραφεί παρά μόνο να δειχθεί ή βιωθεί, μεταχειριζόμαστε λέξεις όπως όταν μιλάμε για τα πράγματα που υπάρχουν εντός των ορίων του κόσμου, νομίζομε ότι οι λέξεις με τις οποίες εκφράζομε το μυστικό ή το άρρητο μιλάνε για πράγματα σαν αυτά που υπάρχουν εντός των ορίων της κόσμου. Και τότε, πέφτοντας θύματα της σύγχυσης μεταξύ αφενός μεν εκείνου που υπάρχει εντός των ορίων του κόσμου και μπορεί να λεχθεί ή να περιγραφεί, αφετέρου δε εκείνου, του μυστικού ή του αρρήτου, που μπορεί μόνο να βιωθεί ή να δειχθεί, λέμε ανοησίες. Η έκφραση, για παράδειγμα, «ο Θεός είναι πανταχού παρών», την οποία μεταχειρίζεται ο πιστός, προκειμένου να δείξει τον τρόπο με τον οποίο βιώνει την παντοδυναμία του Θεού, μετατρέπεται σε ανοησία, αν εκληφθεί με την σημασία που περιγράφομε ένα πράγμα που υπάρχει εντός των ορίων του κόσμου, ένα τραπέζι ας πούμε, για το οποίο, αν πούμε ότι είναι πανταχού παρόν, αν ισχυριστούμε, δηλαδή, ότι βρίσκεται συγχρόνως κι εδώ, και στο διπλανό δωμάτιο, και σε κάποιο άλλο κτήριο, και σε άπειρα άλλα μέρη, θα έχομε πει μια ασυναρτησία και τίποτε άλλο. Γι’ αυτό, λοιπόν, καταλήγει ο Βιτγκενστάιν στην Πραγματεία, αν δεν θέλομε να λέμε ανοησίες, θα πρέπει να σωπαίνομε για εκείνο περί του οποίου δεν δικαιούμεθα να μιλάμε.

Ο Βιτγκενστάιν πίστεψε ότι, προσδιορίζοντας στην Πραγματεία τα όρια και τις δυνατότητες της γλώσσας, έλυνε δια παντός όλα τα προβλήματα της φιλοσοφίας. Έτσι, θεώρησε ότι δεν είχε νόημα να καταγίνεται πλέον στην μελέτη της φιλοσοφίας, κι αποφάσισε να την εγκαταλείψει και να εργασθεί, στην διάρκεια της δεκαετίας του 1920, αρχικά ως δημοδιδάσκαλος[5], κατόπιν ως βοηθός κηπουρού σε μοναστήρι[6] και, τέλος, ως αρχιτέκτων[7].

Στα χρόνια αυτά, ωστόσο, που είχε απομακρυνθεί από την φιλοσοφία, για να ασχοληθεί με άλλες δραστηριότητες, άρχισαν να του δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες ως προς τον αλαζονικό ισχυρισμό του ότι είχε κατορθώσει να λύσει όλα τα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τους φιλοσόφους. Ένα απλό γεγονός στην ζωή του υπήρξε καθοριστικό στην απόφασή του να απορρίψει, τελικά, την απεικονιστική θεωρία, βάσει της οποίας πίστευε ότι είχε απαλλάξει την φιλοσοφία από όλα τα σφάλματά της. Στην διάρκεια, ορισμένως, ενός ταξιδιού του με τραίνο, καθώς συζητούσε με έναν φίλο του οικονομολόγο, ο τελευταίος αυτός του εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για την εγκυρότητα της άποψης, που είχε εισηγηθεί στο πλαίσιο της απεικονιστικής θεωρίας, την οποία είχε διατυπώσει στην Πραγματεία κατά την πρώιμη φάση της φιλοσοφικής δράσης του, ότι το νόημα της γλώσσας είναι οικουμενικό, ότι είναι το ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Κάποια στιγμή, συγκεκριμένα, ο φίλος του, για να δικαιολογήσει τις ενστάσεις του απέναντι στην απεικονιστική θεωρία για την γλώσσα, έκανε μια χειρονομία, όπως αυτή, ας πούμε, που κάνομε εμείς οι Έλληνες όταν μουντζώνομε, ρωτώντας τον συγχρόνως αν ήξερε τι σήμαινε. Όπως κάθε ξένος που συμβαίνει να μην είναι εξοικειωμένος με τον ελληνικό τρόπο ζωής, ο Βιτγκενστάιν, αγνοούσε την σημασία της εν λόγω χειρονομίας. Αυτό τον ώθησε να σκεφτεί ότι, τελικά, οι λέξεις και οι εκφράσεις –είτε είναι λεκτικές αυτές είτε χειρονομίες– δεν σημαίνουν το ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Εν τοιαύτη περιπτώσει, σκέφτηκε, δεν είναι σωστό να μιλάμε για μια και μόνο γλώσσα, αλλά να καταλάβομε ότι υπάρχουν πολλές γλώσσες, ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την γλώσσα με διαφορετικό νόημα.

Το ζητούμενο από δω και πέρα για τον Βιτγκενστάιν, ήταν, αποποιούμενος την απεικονιστική θεωρία του νοήματος της γλώσσας, να εξηγήσει τι είναι εκείνο που συντελεί, ώστε οι άνθρωποι να μεταχειρίζονται διαφορετικές γλώσσες, να δίνουν διαφορετικό νόημα στις λέξεις και τις προτάσεις που χρησιμοποιούν. Αποτέλεσμα των φιλοσοφικών αναζητήσεών του να απαντήσει στο ερώτημα αυτό κατά –την όψιμη, πλέον, όπως αποκαλείται αυτή– φάση της ζωής του, που αρχίζει περίπου στα σαράντα του και τελειώνει με τον θάνατό του, ήταν η διατύπωση μιας νέας θεωρίας, της καλούμενης θεωρίας του νοήματος της γλώσσας κατά την χρήση της, την οποία εισηγήθηκε με το έργο του Φιλοσοφικές έρευνες[8].

Στο πλαίσιο της θεωρίας του για το νόημα της γλώσσας κατά την χρήση της ο Βιτγκενστάιν παρομοίασε το νόημα των λέξεων με τον ρόλο που διαδραματίζουν τα πιόνια σε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, ο οποίος καθορίζεται από τους κανόνες που ισχύουν στο παιχνίδι. Άλλοι είναι οι ρόλοι που έχουν τα πιόνια στο σκάκι, άλλοι οι ρόλοι που διαδραματίζουν τα πιόνια στην ντάμα, άλλοι στο τάβλι, και ούτω καθεξής, επειδή ακριβώς τα παιχνίδια αυτά διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Αν όλα τα επιτραπέζια παιχνίδια, όπου χρησιμοποιούνται πιόνια, είχαν τους ίδιους κανόνες, τότε και οι ρόλοι των πιονιών που χρησιμοποιούνται σε αυτά θα ήταν, επίσης, ίδιοι. Κι αυτό, βέβαια, δεν ισχύει μόνο με τα επιτραπέζια παιχνίδια, αλλά με όλα τα παιχνίδια –το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, τα αγωνίσματα του στίβου και άλλα τέτοια–, όπου η συμπεριφορά του κάθε παίκτη ή συντελεστή καθορίζεται από τους κανόνες του παιχνιδιού, στο οποίο συμμετέχει ο τελευταίος αυτός.

Έτσι, λέει ο Βιτγκενστάιν, θα πρέπει να εννοήσομε και την γλώσσα: όχι συμπαγή, μονοσήμαντη και μονοδιάστατη, όπως είχε ισχυριστεί κατά την πρώιμη φάση της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του, όπου, στο πλαίσιο της απεικονιστικής θεωρίας του, υποστήριξε ότι αυτή έχει ενιαίο και οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά, απεναντίας, σαν ένα σύνολο από γλώσσες –όπως ας πούμε, η γλώσσα που μεταχειρίζονται οι φυσικοί, η γλώσσα με την οποία εκφράζονται οι χριστιανοί, η γλώσσα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή επικοινωνία μας –, που θα μπορούσαμε να παρομοιάσομε με ένα σύνολο από παιχνίδια –τα «γλωσσικά παιχνίδια», όπως τα ονομάζει ο ίδιος–, που το καθένα τους έχει τους δικούς του κανόνες, οι οποίοι προσδιορίζουν το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται σε αυτό.

Επειδή οι κανόνες που διέπουν τα γλωσσικά παιχνίδια είναι διαφορετικοί, έπεται ότι και το νόημα της κάθε λέξης που χρησιμοποιείται σε αυτά είναι διαφορετικό –έστω κι αν πρόκειται για την ίδια λέξη· όπως, για παράδειγμα, η λέξη «πατέρας», που χρησιμοποιείται, ας πούμε, στο γλωσσικό παιχνίδι της καθημερινής επικοινωνίας μας και στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης. Στην τρέχουσα επικοινωνία μας, οι κανόνες που διέπουν το γλωσσικό παιχνίδι της καθημερινής επικοινωνίας, μας υποχρεώνουν με την λέξη «πατέρας» να εννοούμε ένα ανθρώπινο ον που έχει ορισμένο ύψος, ορισμένο πάχος, ορισμένο χρώμα ματιών, ορισμένο μέγεθος μύτης, αυτιών και άλλα τέτοια χαρακτηριστικά. Δεν μπορούμε, όμως, όταν πρόκειται για το γλωσσικό παιχνίδι του χριστιανισμού, για την γλώσσα, δηλαδή, που μεταχειρίζονται όσοι ασπάζονται την χριστιανική πίστη, στην λέξη «πατέρας» να αποδώσομε το ίδιο νόημα. Αν, δηλαδή, ακούγοντας έναν χριστιανό να επικαλείται τον Θεό σαν πατέρα, τον ρωτήσομε για τον τελευταίο αυτόν «τι ύψος έχει;», «πόσο βαρύς είναι;», «τι χρώμα μάτια έχει;» και άλλα παρόμοια, ο χριστιανός θα καγχάσει λέγοντάς μας ότι δεν ξέρομε τι μας γίνεται. Η αντίδραση του χριστιανού πιστού είναι δικαιολογημένη, επειδή επιχειρήσαμε να αντιληφθούμε το νόημα της λέξης «πατέρας» όπως χρησιμοποιείται αυτή στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης επικαλούμενοι ή έχοντας υπόψη μας τους κανόνες που διέπουν την χρήση της λέξης «πατέρας» στο γλωσσικό παιχνίδι της καθημερινής επικοινωνίας.

Σύμφωνα με την θεωρία του νοήματος της γλώσσας κατά την χρήση της, τα λάθη που σημειώνονται στην φιλοσοφία είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύγχυσης, οφείλονται στο μπέρδεμα διαφορετικών γλωσσικών παιχνιδιών, προκαλούνται από την –συνειδητή ή ασύνειδη– τάση μας να ερμηνεύομε τις λέξεις που χρησιμοποιούνται σε ένα γλωσσικό παιχνίδι βάσει των κανόνων που ισχύουν σε κάποιο άλλο γλωσσικό παιχνίδι. Ό, τι απαιτείται, εν τοιαύτη περιπτώσει, για να διορθωθούν τα φιλοσοφικά σφάλματα, είναι να άρομε τις αιτίες που τα προκαλούν, τουτέστιν να απαλλαγούμε από τις συγχύσεις των γλωσσικών παιχνιδιών, να μάθομε, με άλλα λόγια, να μεταχειριζόμαστε τις λέξεις, με τις οποίες παίζονται τα γλωσσικά παιχνίδια, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τα τελευταία αυτά –κανόνες οι οποίοι είναι δεδομένοι και, επομένως, επιβεβλημένοι στον καθένα από μας που θα ήθελε να συμμετάσχει σε αυτό ή εκείνο το γλωσσικό παιχνίδι.

Τα γλωσσικά παιχνίδια παίζονται το καθένα τους μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, που μπορεί να είναι μια κοινωνική τάξη, μια επιστημονική κοινότητα, ένα θρησκευτικό δόγμα, ένα ιδεολογικό ρεύμα ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι σκέφτονται και συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο, ακολουθούν μια ορισμένη, όπως λέει ο Βιτγκενστάιν, μορφή ζωής, που διέπεται φυσικά από ορισμένους κανόνες, αφού χωρίς κανόνες δεν θα μπορούσε να υπάρξει η τελευταία αυτή. Το γλωσσικό παιχνίδι του χριστιανισμού, για παράδειγμα, παίζεται μέσα στους κόλπους της χριστιανικής πίστης, μέσα σε ένα περιβάλλον, δηλαδή, όπου οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτό, για να μπορούν να συνεχίσουν να συμμετέχουν σε αυτό, είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, σύμφωνα, ορισμένως, με τους κανόνες της μορφής ζωής που απαιτεί η χριστιανική πίστη στον Θεό. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος που σκέφτονται και συμπεριφέρονται όσοι συμμετέχουν στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης, αυτή η μορφή ζωής των χριστιανών δηλαδή, τους υποχρεώνει να μιλάνε και με έναν ιδιαίτερο τρόπο, να μεταχειρίζονται τις λέξεις δίνοντάς τους ένα ιδιαίτερο νόημα, το οποίο οφείλει να υιοθετεί και κάθε άλλος που θα ήθελε να συμμετάσχει στο εν λόγω γλωσσικό παιχνίδι. Δεν μπορεί, δηλαδή, να λέει κάποιος «πιστεύω στην Δευτέρα παρουσία» και να εννοεί ότι αυτή θα συμβεί κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε ένα συγκεκριμένο τόπο, όπως ένα φυσικό γεγονός, η ανατολή του ηλίου, για παράδειγμα, για την οποία, ασφαλώς, με τα στοιχεία που διαθέτομε, δικαιούμεθα να λέμε πότε και πού θα συμβεί. Άλλοι οι κανόνες που διέπουν την μορφή ζωής του γλωσσικού παιχνιδιού της επιστήμης, και άλλοι οι κανόνες που διέπουν το γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης. Για τον χριστιανό, η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι ένα φυσικό γεγονός, όπως η ανατολή του ήλιου για τον επιστήμονα, αλλά είναι ένα αίτημα που βρίσκεται μέσα του για να τον κατευθύνει στις επιλογές του, για να του λέει τι να επιδιώκει και τι να αποφεύγει· χωρίς την πίστη στην Δευτέρα Παρουσία θα ήταν εκτεθειμένος στην αμαρτία, ευεπίφορος προς τις οποιεσδήποτε προκλήσεις. Αν αποφασίσει, λοιπόν, να σκέφτεται, να συμπεριφέρεται και να μεταχειρίζεται κανείς την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο γλωσσικό παιχνίδι του χριστιανισμού με άλλον τρόπο, διαφορετικό από τον τρόπο που υπαγορεύουν οι κανόνες της μορφής ζωής που απαιτεί η χριστιανική πίστη στον Θεό, τότε εκείνο που θα πετύχει θα είναι να βγάλει ο ίδιος τον εαυτό έξω από το εν λόγω γλωσσικό παιχνίδι, και οι άλλοι που –ακολουθώντας τους κανόνες ζωής της μορφής ζωής, η οποία είναι συνυφασμένη με αυτό– συμμετέχουν στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης δεν θα τον καταλαβαίνουν θεωρώντας τον ότι λέει ανοησίες.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την θεωρία του νοήματος της γλώσσας, που διατύπωσε ο Βιτγκενστάιν κατά την όψιμη φάση της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του, μπαίνοντας με την γέννησή μας στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής, μας περιμένουν ένα σωρό γλωσσικά παιχνίδια, στα οποία μπορούμε να συμμετέχομε ακολουθώντας τους κανόνες της μορφής της ζωής με την οποία είναι συνυφασμένο το καθένα από αυτά έτσι, ώστε οι λέξεις που χρησιμοποιούμε να έχουν νόημα. Αν, αντί γι’ αυτό, όμως, μπούμε σε αυτό ή εκείνο το γλωσσικό παιχνίδι και μεταχειριζόμαστε τις λέξεις που χρησιμοποιούνται εκεί εφαρμόζοντας τους κανόνες μιας μορφής ζωής η οποία υφίσταται σε κάποιο άλλο γλωσσικό παιχνίδι, τότε είναι βέβαιο ότι από την σύγχυση αυτή εκείνοι που θα ζημιωθούν θα είμαστε εμείς, αφού, έτσι, η γλώσσα μας θα στερείται νοήματος, με αποτέλεσμα να συνεχίσομε να ταλανιζόμαστε από τα φιλοσοφικά προβλήματα, τα οποία οφείλονται αποκλειστικά στο μπέρδεμα των γλωσσικών παιχνιδιών.

Τώρα, ως προς το άλλο, πέρα από τις φιλοσοφικές επιδόσεις του, κομμάτι της ζωής του, ο Βιτγκενστάιν ήταν το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά μιας πολύ ευκατάστατης και προβεβλημένης οικογένειας της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Συγχρόνως, όμως, η οικογένειά του κουβαλούσε ένα βεβαρημένο ιστορικό ψυχασθένειας –σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε τρεις από τους τέσσαρις αδελφούς του να αυτοκτονήσουν.

Ο πατέρας της οικογένειας, βιομήχανος σιδήρου και χάλυβα, και η μητέρα, που προερχόταν από διακεκριμένο πνευματικό περιβάλλον[9], είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις τέχνες και ιδιαίτερα για την μουσική. Στο σπίτι τους, ένα από τα καλλιτεχνικά κέντρα της Βιέννης υποδέχονταν συχνά μουσικούς, όπως ο Μπραμς, η Κλάρα Σούμαν, ο Μάλερ, ο Στράους. Μέσα σε ένα τέτοιο πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον ήταν επόμενο τα παιδιά της οικογένειας να λάβουν ανάλογη μόρφωση. Ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν, εκτός από την ευχαρίστηση που του πρόσφερε η μουσική, όπως φαίνεται από σχετικές μαρτυρίες αλλά και από τις συχνές αναφορές του ίδιου στα έργα του σε παραδείγματα, μεταφορές και παρομοιώσεις από την μουσική, έπαιζε κλαρινέτο.

Παρά την καλλιτεχνική και πνευματική ατμόσφαιρα, ωστόσο, που κυριαρχούσε στο περιβάλλον του, ο Βιτγκενστάιν ένιωθε μεγάλη έλξη από τις θετικές επιστήμες. Αποφάσισε, λοιπόν, να σπουδάσει φυσική στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και, στην συνέχεια, να πάει στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ της Αγγλίας, προκειμένου να εκπονήσει την διδακτορική διατριβή του στην αεροναυπηγική, την οποίαν, όμως, δεν ολοκλήρωσε. Το έντονο ενδιαφέρον που του γεννήθηκε για την φιλοσοφία και, πιο συγκεκριμένα, για την φιλοσοφία των μαθηματικών[10], τον έσπρωξε να δοκιμάσει να αξιοποιήσει τα σπάνια διανοητικά χαρίσματά του σε αυτόν τον τομέα του πνεύματος. Πήγε να σπουδάσει, λοιπόν, φιλοσοφία κοντά στον Ράσελ, στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, όπου, ζώντας, έκτοτε, τον περισσότερο καιρό[11], εκλέχθηκε[12] στην θέση του καθηγητή της φιλοσοφίας, από την οποία παραιτήθηκε οκτώ περίπου χρόνια μετά. Ο Βιτγκενστάιν ποτέ δεν γοητεύθηκε από το κλίμα που επικρατούσε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και, γενικότερα, από την ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων –και, γι’ αυτό, συμβούλευε τους μαθητές του, με τους οποίους διατηρούσε δεσμό φιλίας, να αναζητήσουν δουλειά έξω από πανεπιστημιακά ιδρύματα.

Πέθανε από καρκίνο του προστάτη στο σπίτι του γιατρού του, επειδή δεν ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «πες τους ότι είχα μια θαυμάσια ζωή»[13]. Κι έτσι, θα πρέπει να ήταν μάλλον. Αφοσιώθηκε –και, μάλιστα, κατά γενική ομολογία– με επιτυχία[14] σε εκείνο που τον συνάρπαζε περισσότερο, στην φιλοσοφία, έχοντας φροντίσει προς τούτο να απλουστεύσει την ζωή του απαλλάσσοντάς την από βάρη, όπως τα οικογενειακά προβλήματα, και έγνοιες, όπως το άγχος και η αγωνία που συνεπάγεται η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Ο Βιτγκενστάιν, καθώς δεν παντρεύτηκε, έζησε μόνος του χωρίς να νιώθει την πίεση που μοιραία γεννούν οι υποχρεώσεις προς σύζυγο και παιδιά, ενώ την μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1913, την αποποιήθηκε νωρίς, το 1919, ενώ ήταν ακόμη 30 ετών, εκχωρώντας την στις αδελφές του και τον εναπομείναντα από τους αδελφούς του· κράτησε μόνο ένα ποσό για τον εαυτό του, με την εντολή να δίνεται από αυτό ένα επίδομα σε φτωχούς και ταλαιπωρημένους αυστριακούς καλλιτέχνες και ποιητές[15] χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν την πηγή προέλευσης της οικονομικής ενίσχυσής των.

Κατεβάστε το pdf αρχείο εδώ

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Βιτγκεντσάιν δημοσίευσε το 1921 τον Tractatus Logico-Philosophicus [Πραγματεία λογικο-φιλοσοφική] –που συνήθως αποκαλείται απλώς Tractatus ή Πραγματεία–, ένα εξαιρετικά μικρό σε μέγεθος βιβλίο, που αποτελείται από 7 βασικές προτάσεις, οι οποίες υποδιαιρούνται σε άλλες μικρότερες, κι ένα άρθρο, υπό τον τίτλο «Some Remarks on Logical Form», στην έκδοση των Proceedings of the Aristotelian Society, το 1929. Όλο το άλλο, πολύ πιο εκτεταμένο σε όγκο, συγγραφικό έργο του είδε το φως της δημοσιότητας μετά τον θάνατό του.

[2] Κάποτε, το 1929, ένα πλήθος από τους κορυφαίους διανοούμενους της Αγγλίας πήγαν να τον υποδεχθούν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κέιμπριτζ, όταν πληροφορήθηκαν ότι θα κατέφθανε εκεί. Ένας μάλιστα από τους υποδοχείς, ο πολύς Τζον Μέιναρντ Κέυνς (1883-1946),ο πατέρας του Κεϋνσιανισμού –της θεωρίας σύμφωνα με την οποία η οικονομική παρέμβαση του κράτους, εκτός από την οικονομική ανάπτυξη, θα πρέπει, επίσης, αφενός μεν να αποσκοπεί στην δικαιότερη μεταξύ των πολιτών αναδιανομή του πλούτου, των πόρων και των μέσων παραγωγής, αφετέρου δε να εξασφαλίζει την κοινωνική προστασία στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, υποστηρίζοντας την συνολική ζήτηση και διαφυλάσσοντας την πλήρη απασχόληση –, σε επιστολή του προς την σύζυγό του αναφέρει: «ιδού, έφθασε ο Θεός. Τον συνάντησα στο τραίνο των 5.15».

[3] Γι’ αυτό και το είδος της φιλοσοφίας που υποστήριξε ο Βιτγκενστάιν ονομάζεται «αναλυτική φιλοσοφία», «φιλοσοφία της γλώσσας» ή «γλωσσοαναλυτική μέθοδος».

[4] Βλ. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, στο λήμμα «λογικά σταθερά» (Ελληνικά Γράμματα 2004).

[5] Οι λόγοι κυρίως που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την θέση του δημοδιδασκάλου σε ένα επαρχιακό σχολείο της Αυστρίας, όπου είχε πάει, ήταν οι αυστηρές μέθοδοι, που εφάρμοζε στους μικρούς μαθητές, και η ανοίκεια συμπεριφορά του προς τους κατοίκους του χωριού, στους οποίους δημιουργήθηκε η υποψία μήπως δεν έστεκε στα καλά του. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν ένας μαθητής του που τον κτύπησε στο κεφάλι λιποθύμησε, κι ο πατέρας του ζήτησε την δίωξή του. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό παραιτήθηκε, παρά το γεγονός ότι απαλλάχθηκε από την κατηγορία θεωρώντας ότι είχε αποτύχει ως δημοδιδάσκαλος.

[6] Μάλιστα, ενόσω εργαζόταν σαν βοηθός κηπουρού σε ένα μοναστήρι κοντά την Βιέννη, σκέφτηκε να γίνει μοναχός και είχε φροντίσει να πληροφορηθεί τι χρειαζόταν προς τούτο. Στην συνέντευξη, όπως που κλήθηκε τον συμβούλεψαν ότι στο μοναστήρι δεν θα έβρισκε αυτά που ο ίδιος νόμιζε και αναζητούσε.

[7] Αφορμή, για να εργαστεί ως αρχιτέκτων, στάθηκε η πρόσκληση της αδελφής του να την βοηθήσει στην κατασκευή του σπιτιού της στην Βιέννη. Συνεργασθείς με τον αρχιτέκτονα Πωλ Ένγκελμαν, με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βιτγκενστάιν βρήκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την δουλειά του αρχιτέκτονα, στην οποία αφοσιώθηκε τόσο πολύ, ώστε να επιμείνει στην παραμικρή λεπτομέρεια, προκειμένου να βρει την κατάλληλη θέση για το καθετί και να πετύχει, έτσι, το αισθητικό αποτέλεσμα που επιθυμούσε.

[8] Οι Φιλοσοφικές έρευνες δημοσιεύθηκαν το 1953, δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Βιτγκενστάιν.

[9] Ο τιμηθείς με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας Friedrich von Hayek ήταν ανεψιός της.

[10] Γοητεύτηκε διαβάζοντας τα Principia Mathematica των Γουάιτχεντ και Ράσελ και το έργο Grundgesetze der Arithmetik του Φρέγκε, ο οποίος, όταν τον συμβουλέφθηκε πώς θα μπορούσε να ασχοληθεί με την φιλοαοφία, του συνέστησε να επισκεφθεί τον Ράσελ στο Κέιμπριτζ όπου δίδασκα. και να συζητήσει μαζί του, πράγμα που έκανε.

[11] Ο Βιτγκενστάιν ήρθε το 1911στο Κέιμπριτζ και έμεινε εκεί ως τον θάνατό του έχοντας, όμως, είτε με την θέλησή του είτε όχι, ζήσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από αυτό. Ειδικότερα: το 1913 αποσύρθηκε σε ένα απομονωμένο χωριό της Νορβηγίας· κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής στον Αυστροουγγρικό στρατό, οπότε τιμήθηκε με μετάλλια ανδρείας, για να συλληφθεί κατόπιν από τους Ιταλούς ως αιχμάλωτος πολέμου· μετά την έκδοση του Tractatus, το 1921, με την οποία πίστευε ότι έλυνε όλα τα προβλήματα της φιλοσοφίας, εγκαταστάθηκε στην Αυστρία κάνοντας διάφορες άσχετες με την φιλοσοφία δουλειές (βλ. παραπάνω σελ. 4 και υποσ. 6, 7 και 8) ως το 1929, οπότε αρχίζει η όψιμη φάση της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του· από το 1936 έως το 1937 αποσύρθηκε πάλι στην Νορβηγία, και το 1938 ταξίδεψε στην Ιρλανδία· κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως βοηθός θυρωρού και ως βοηθός εργαστηρίου σε νοσοκομεία του Λονδίνου· τα τελευταία δυο χρόνια της ζωής του, οπότε διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη, τα έζησε επεξεργαζόμενος τις ιδέες του στην Βιέννη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Οξφόρδη, μέχρι που γύρισε πάλι στο Κέμπριτζ και να πεθάνει εκεί.

[12] Διαδέχθηκε, το 1939, στην θέση του καθηγητή της φιλοσοφίας, τον δάσκαλό του Τζορτζ Έντουαρντ Μουρ, μετά την αφυπηρέτησή του.

[13] Norman Malcolm, Ludwig Wittgenstein: A Memoir (Oxford University Press 1984) σ. 81.

[14] Ανήκε, ασφαλώς, στην κατηγορία των ελάχιστων εκείνων διανοούμενων που η αξία τους και η τεράστια συμβολή τους στον τομέα δράσης των είχε αναγνωριστεί ενόσω ήδη ζούσαν –και μάλιστα νωρίς (βλ. παραπάνω, υποσημ. 2).

[15] Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ρίλκε (1875-1926), που γεννήθηκε στην Πράγα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και πέθανε από λευχαιμία σε σανατόριο της Ελβετίας, από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του 20ού αιώνα, στην συγγραφική παραγωγή του οποίου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα αριστουργήματά του Ελεγείες του Ντουίνο και Ορφικά σονέτα, και τα πολυδιαβασμένα Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή.