Καρτέσιος

Ο Καρτέσιος –ή Renatus Cartesius, αν θα έπρεπε να παρατεθεί η πλήρης λατινική απόδοση του ονόματος του γάλλου φιλοσόφου και μαθηματικού René Descasrtes, πράγμα που συνηθιζόταν στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, οπότε τα λατινικά ήταν η διεθνής γλώσσα των λογίων– γεννήθηκε το 1596 στην πόλη Λα Αι στην Τουραίν της κεντροδυτικής Γαλλίας. Από την μητέρα του, η οποία πέθανε από φυματίωση, όταν αυτός ήταν ακόμη βρέφος, κληρονόμησε έναν επίμονο ξερόβηχα κι έναν ύπουλο πυρετό, μια εύθραυστη, με άλλα λόγια, υγεία, η οποία, σύμφωνα με την γνωμάτευση των γιατρών, δεν του άφηνε πολλά περιθώρια να ζήσει. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που, όταν ήταν παιδί, δεν του επιβλήθηκε η προσήκουσα πειθαρχία. Μεταξύ άλλων, είχε απαλλαγεί από την υποχρέωση να πηγαίνει στο σχολείο κανονικά, όπως τα άλλα παιδιά, στις πρώτες ώρες των μαθημάτων. Είχε την ελευθερία να κοιμάται μέχρι αργά το πρωί, ως τις 11 η ώρα. Ήταν μια συνήθεια που την διατήρησε και αργότερα στην ζωή του, όταν, τελικά, ξεπέρασε τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν δικαστής, κληρονόμησε κάποια ακίνητη περιουσία, την οποία, όταν έφτασε σε ηλικία 27 ετών, πούλησε, προκειμένου να καταθέσει τα χρήματα που πήρε στην τράπεζα έτσι, ώστε να έχει ένα καλό εισόδημα, για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής.

Ο Καρτέσιος, του οποίου η συμβολή στα μαθηματικά υπήρξε άκρως σημαντική,[1] θεωρείται ως ο πατέρας νεότερης φιλοσοφίας, μια και ήταν εκείνος που πέτυχε να απελευθερώσει τον στοχασμό από τον σχολαστικισμό, την διδασκαλία που επί αιώνες διαμορφώθηκε στις σχολές των πανεπιστημίων της δυτικής Ευρώπης και κρατούσε δέσμια την εξέλιξη της γνώσης. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την διδασκαλία του σχολαστικισμού, σύμφωνα με την οποία η γνώση, για να είναι έγκυρη, θα έπρεπε να συνάδει προς την πίστη στον Θεό και τις θεωρίες του Αριστοτέλη, ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος όφειλε, για να βρει την αλήθεια, να βασιστεί αποκλειστικά στις δυνάμεις του νου. Προς τούτο, κατά τον Καρτέσιο, έπρεπε να απαλλαγεί κανείς από κάθε προκατάληψη, από κάθε συμπέρασμα που στηρίζεται σε θεωρίες και αντιλήψεις άλλων, όσο αξιόλογοι κι αν συμβαίνει να είναι αυτοί, και να μην διακατέχεται από την βιασύνη να φτάσει άρον-άρον στην αλήθεια, αλλά υπομονετικά και συστηματικά να ελέγχει το κάθε βήμα του προς την γνώση χωρίς να αφήνει κενά, να κάνει παλινδρομήσεις και να προβαίνει σε περιττές συλλήψεις ή εκδοχές, και να μην δέχεται τίποτε σαν σωστό, αν δεν διαπιστώσει ότι, τελικά, αυτό παρουσιάζεται στον νου με τόση σαφήνεια και ευκρίνεια, ώστε να είναι αδύνατον να το αμφισβητήσει οποιοσδήποτε[2].

Ο Καρτέσιος, θέλοντας να βρει μια τέτοια πέραν πάσης αμφιβολίας αλήθεια, πάνω στην οποία θα μπορούσε στην συνέχεια να θεμελιώσει με ασφάλεια την διδασκαλία του, αποφάσισε να ακολουθήσει την τακτική των οπαδών του σκεπτικισμού[3]: να αμφισβητεί, δηλαδή, όπως εκείνοι, το καθετί. Ναι, λέει ο Καρτέσιος, μπορώ, πράγματι, να αμφιβάλλω για όλα. Για ένα πράγμα μόνο δεν μπορώ να αμφιβάλλω: για το γεγονός ότι, αμφιβάλλοντας, αμφιβάλλω. Για να αμφιβάλλω, όμως σχετικά με κάτι, θα πρέπει να έχω βάλει το μυαλό μου να σκεφτεί ότι αυτό που μου προβάλλεται έτσι ενδέχεται να είναι κι αλλιώς, γιατί, διαφορετικά, αν ήμουν, ένας παθητικός δέκτης, ένα υποκείμενο που δεν σκέφτεται, θα υιοθετούσα χωρίς καμιά διάθεση αντίστασης εκείνο που προβάλλεται σαν πραγματικό. Κατά συνέπεια, η δυνατότητά μου να αμφιβάλλω υποδηλώνει το γεγονός ότι σκέφτομαι, το οποίο, με την σειρά του, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην το γεγονός ότι υπάρχω. Γιατί, πώς θα μπορούσα να αμφιβάλλω αν δεν υπήρχα. Σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Αυτή είναι η προφανής αλήθεια, κατά τον Καρτέσιο, που ουδείς έχει την δυνατότητα να αμφισβητήσει. Έτσι, Καρτέσιος, μεταχειρίζεται μεν, όπως οι οπαδοί του σκεπτικισμού, την αμφιβολία. με διαφορετικό, όμως, σκοπό από αυτούς. Αντί για την στείρα άρνηση, στην οποία στοχεύουν οι οπαδοί του σκεπτικισμού, ο Καρτέσιος επιχείρησε μέσω της αμφιβολίας να κατοχυρώσει μια πέραν πάσης αμφισβήτησης αλήθεια, την βεβαιότητα του εαυτού του.

Έχοντας, λοιπόν, εξασφαλίσει την βεβαιότητα της ύπαρξης του εαυτού του ο Καρτέσιος προχωρεί στην συνέχεια στην ανατροπή της αμφιβολίας για τα πράγματα γύρω του. Οτιδήποτε παρατηρούμε στον κόσμο, το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, οι οποίες είναι γεγονός ότι μας εξαπατούν.[4] Επειδή η σύνεση απαιτεί να μην εμπιστεύεται κανείς εκείνους που τον εξαπατούν, ο Καρτέσιος, ως εχέφρων άνθρωπος που ήθελε να λογίζεται, υπέθεσε ότι όλα όσα παρατηρεί γύρω του μπορεί, επειδή τα συλλαμβάνει μέσω των αισθήσεων, να είναι απατηλά. Το χειρότερο δε, υποστήριξε, είναι να πιστεύει ότι όσα του προσφέρουν οι αισθήσεις είναι όπως υπάρχουν στην πραγματικότητα –σαν να υπήρχε μέσα του ένας κακόβουλος δαίμονας που ήθελε να τον παραπλανά. Μοναδική ελπίδα του για να αντιμετωπίσει τον κακόβουλο αυτόν δαίμονα δεν θα μπορούσε να είναι παρά κάποιος με μεγαλύτερη δύναμη από τον ίδιο, ήγουν ο Θεός, ο οποίος, ένεκα της άπειρης καλοσύνης που διαθέτει, δεν θα ήταν διατεθειμένος να τον αφήνει να ζει σε μια ολοκληρωτική πλάνη. Το ζήτημα, βέβαια, είναι αν υπάρχει πράγματι ο Θεός. Ο Καρτέσιος, ακολουθώντας την αρχή που ο ίδιος έβαλε σαν κανόνα στην ζωή του, να μην υιοθετεί, δηλαδή, τίποτε αν δεν το έχει ερευνήσει ο ίδιος έτσι, που να του παρουσιάζεται τόσο ολοφάνερο στον νου, ώστε να μην μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς, ήταν επόμενο να μην συναινέσει στην άποψη ότι ο Θεός υπάρχει μόνο και μόνο επειδή αυτό του παραδόθηκε, αλλά να αποδεχθεί την ύπαρξη του Θεού εφόσον μπορούσε να την αποδείξει. Προσπάθησε, λοιπόν, να σκεφτεί ένα επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού, το οποίο, κατά την γνώμη του, δεν άφηνε σε κανέναν κανένα περιθώριο να την αμφισβητήσει. Και πιο ήταν αυτό;

Μέσα στην ψυχή μας, παρατήρησε ο Καρτέσιος, μεταξύ των ιδεών και των εννοιών υπάρχουν και ορισμένες που δεν τις σχηματίσαμε μόνοι μας, όπως, ας πούμε, η ιδέα του κόκκινού χρώματος, που την αποκτήσαμε κοιτώντας διαφορά κόκκινα αντικείμενα, αλλά υπήρχαν εξαρχής μέσα μας, πριν από την γέννησή μας, είναι, δηλαδή, έμφυτες, όπως η ιδέα της τελειότητας, την οποία εμείς, ως πεπερασμένα και ατελή πλάσματα, δεν θα μπορούσαμε να την έχομε σχηματίσει. Η ιδέα της τελειότητας θα πρέπει να έχει εμφυτευτεί μέσα μας από κάποιο τέλειο ον. Και ως τέλειο ον ορίζεται ο Θεός. Ακόμη και τον άθεο, αν τον ρωτήσεις, τι σημαίνει η λέξη «θεός», θα σου πει ότι είναι ένα τέλειο ον, το οποίο, απλώς, ο ίδιος θεωρεί ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Έτσι, όμως, ο άθεος φέρεται να αντιφάσκει. Γιατί, κατά τον Καρτέσιο, τέλειο ον είναι ένα ον που δεν του λείπει τίποτε. Έτσι, ο Θεός, ως τέλειο ον, θα πρέπει να διαθέτει και άπειρη καλοσύνη και παντοδυναμία και τέλεια σοφία και … και … και ύπαρξη. Γιατί αν ο Θεός δεν υπήρχε, θα ήταν ένα τέλειο ον το οποίο δεν είναι τέλειο, πράγμα αντιφατικό και, ως εκ τούτου, αδύνατον υποστηριχθεί πουθενά και ποτέ. Όπως, δηλαδή, δεν μπορεί, επειδή είναι αντιφατικό, να υπάρξει πουθενά και ποτέ ένα τρίγωνο που δεν έχει τρεις γωνίες, έτσι δεν μπορεί να υποστηριχθεί πουθενά και ποτέ ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αφού ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ισοδυναμούσε με το να το να υποπέσει κανείς στην ότι ένα τέλειο ον δεν είναι τέλειο. Άρα, ο Θεός υπάρχει κατ΄ανάγκην.

Έτσι, κατά τον Καρτέσιο, από την στιγμή που είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι ο Θεός υπάρχει, έχομε κάθε δικαίωμα να υποθέτομε ότι, όσο κι αν ο κακόβουλος δαίμονας μέσα μας θέλει να μας εξαπατά, δεν είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα σε ολοκληρωτική πλάνη. Ο Θεός, ο οποίος, ως εκ της παντοδυναμίας του, έχει την ικανότητα να επιβληθεί στον κακόβουλο δαίμονα και να περιορίσει την δράση του, δεν θα ήθελε ποτέ, ένεκα της άπειρης καλοσύνης του, να πλανιόμαστε σε κάθε περίπτωση. Τούτο απλά σημαίνει ότι δεν μπορεί όλες οι παραστάσεις που μας προσφέρουν οι αισθήσεις για να πράγματα γύρω μας να είναι απατηλές. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι ποιες από τις παραστάσεις των αισθήσεών μας είναι απατηλές και ποιες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτό είναι ένα ζήτημα που καλείται ο καθένας μας να το ξεδιαλύνει, να κρίνει δηλαδή μόνος του ποιες από τις παραστάσεις των αισθήσεών του είναι απατηλές και ποιες αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Ο Καρτέσιος, απλώς, υποδεικνύει στον καθένα μας ποια είναι τα κριτήρια που θα πρέπει να επικαλεστεί, για να διακρίνει τις μεν από τις δε. Και τα κριτήρια της αλήθειας δεν είναι άλλα από την σαφήνεια και την ευκρίνεια. Αν, για παράδειγμα, μέσα το μισοσκόταδο, βλέποντα μια σκιά, υποθέτω ότι είναι άνθρωπος ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα καλόγερο των ρούχων, η αιτία της πλάνης μου είναι γιατί δεν μπορώ να δω σαφώς και ευκρινώς. Από την στιγμή, όμως, που ανάψω το φως και η εικόνα που βλέπω αποκτήσει σαφήνεια και ευκρίνεια, τότε μπορώ βάσιμα να ισχυριστώ ότι υπάρχει απέναντί μου ένας καλόγερος ρούχων και όχι ένας άνθρωπος.

Αυτή, λοιπόν, σε γενικές γραμμές, είναι η θεωρία του Καρτέσιου γα την πραγματικότητα, στην οποία διέκρινε τρεις κατηγορίες όντων: τον Θεό, που, ως άυλος, είναι καθαρό πνεύμα, τον κόσμο των ανόργανων σωμάτων, των φυτών και των ζώων, τα οποία συνίστανται σε σώματα, και τους ανθρώπους, που συντίθενται από σώμα και από ψυχή. Ο Καρτέσιος διέκρινε ριζικά τους ανθρώπους από τα ζώα θεωρώντας ότι τα τελευταία αυτά είναι όπως οι μηχανές –σώματα, δηλαδή, που επιτελούν ορισμένες λειτουργίες, όπως η αναπνοή, η κυκλοφορία του αίματος, η θρέψη κ.ά.τ., χάρη στις οποίες συντηρούνται αυτά στην ζωή– χωρίς την δυνατότητα να έχουν σκέψεις ή αισθήματα που δεν συνδέονται με το σώμα[5], σε αντίθεση με τους ανθρώπους, στους οποίους πίσω από το σώμα, την μηχανή που επιτελεί τις απαραίτητες για να συντηρηθεί στην ζωή λειτουργίες, υπάρχει και η ψυχή, μια άυλη οντότητα, που συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, και την ουσία τους.

Είναι γνώρισμα των μεγάλων φιλοσόφων, πέρα από την αναμφισβήτητη συμβολή τους στην εξέλιξη των ιδεών, οι θεωρίες των να αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων, αντιπαραθέσεων και αμφισβήτησης. Έτσι, μπορεί μεν ο Καρτέσιος να θεωρείται ως ο πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, καθόσον με την μέθοδο που υπέδειξε απεγκλώβισε τον στοχασμό από το δίχτυ της διδασκαλίας του σχολαστικισμού, παράλληλα, όμως, οι θεωρίες του, όπως εκείνες για την ύπαρξη έμφυτων ιδεών, για την σχέση σώματος και ψυχής ή για την ύπαρξη του Θεού, δημιούργησαν έντονο προβληματισμό[6] συνεχίζοντας ως σήμερα να αποτελούν αφορμή για συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και να κρατούν, έτσι, ζωντανή την παρουσία του στην μνήμη μας.

Το άλλο που είναι σκόπιμο εδώ να αναφερθεί για τον Καρτέσιο είναι ότι πέθανε το 1650 μακριά από την πατρίδα του, όπως άλλωστε έζησε και όλα τα χρόνια του της λαμπρής δημιουργικής δράσης του. Πράγματι, αφού για ένα χρονικό διάστημα υπηρέτησε στον ολλανδικό στρατό, από το 1628 εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία, αλλάζοντας συχνά τόπο διαμονής, ως το 1649, οπότε πήγε στην Σουηδία ύστερα από πρόσκληση της βασίλισσας Χριστίνας για να της διδάξει μαθήματα φιλοσοφίας. Στην χώρα αυτή αισθάνθηκε το αφόρητο κρύο της σε τέτοιο σημείο, ώστε να γράψει ότι «σε αυτόν τον τόπο παγώνουν και οι σκέψεις των ανθρώπων σαν τα νερά».[7] Τον υποχρέωνε και η βασίλισσα να σηκώνεται από τις 5 το πρωί για να της παραδίδει τα μαθήματα, ενώ αυτός ήταν συνηθισμένος από παιδί να ξυπνάει αργά το πρωί. Μαζί αυτά, είχαν σαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από πνευμονία και να πεθάνει χωρίς να αφήσει πίσω του φυσικούς κληρονόμους μια και το μοναδικό, εξώγαμο, κοριτσάκι που απόκτησε με μια υπηρέτρια στην Ολλανδία, είχε ήδη πεθάνει πριν από 10 χρόνια, σε ηλικία 5 ετών. Τα τελευταία λόγια που ο Καρτέσιος πεθαίνοντας ψιθύρισε ήταν: «ψυχή μου πρέπει να φύγεις». [8]

Τα οστά του, ύστερα από πολλές περιπέτειες, μεταφέρθηκαν στην Γαλλία, όπου αναπαύονται πλέον σε τάφο στην εκκλησία St Germain des Prés, στο Παρίσι, χωρίς το κρανίο, όμως, το οποίο βρίσκεται μεν επίσης στο Παρίσι, αλλά στο Μουσείο των Φυσικών Επιστημών, μια και αυτό είχε την δική του ιστορία, ξεχωριστή από εκείνη της μεταφοράς των οστών του από την Σουηδία. Κατά την ανακομιδή των οστών του Καρτέσιου, ορισμένως, προκειμένου να μεταφερθούν από την Σουηδία στην Γαλλία, ένας αξιωματικός της φρουράς που επόπτευε της διαδικασίας το απόσπασε και το κράτησε στο σπίτι του, για να το ξεπουλήσουν αργότερα οι πιστωτές του, και στην συνέχεια οι διαδοχικοί κάτοχοί του να το πουλήσουν πάλι, μέχρι που το αγόρασε ο μεγάλος σουηδός φυσιοδίφης Μπερζέλιους, ο οποίος το έστειλε στην Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών βάζοντας, έτσι, ένα τέλος την ταλαιπωρία του.

Κατεβάστε το pdf αρχείο εδώ

[1] Ειδικότερα, ο Καρτέσιος εφηύρε τις καρτεσιανές συντεταγμένες, θεμελίωσε την αναλυτική γεωμετρία και εισηγήθηκε την σχέση μεταξύ άλγεβρας και γεωμετρίας, που είναι καθοριστική για την calculus και analysis (WIKIPEDIA)

[2] Ντεκάρτ, Λόγος περί της μεθόδου, μετ. Χρ. Χρηστίδη (Collection de l’ Institut Français d’ Athènes 1948) § 22.

[3] Ο σκεπτικισμός σαν συστηματική άρνηση της αλήθειας και της γνώσης εμφανίζεται στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με δυο μορφές: ως ακαδημαϊκός σκεπτικισμός, σύμφωνα με τον οποίων δεν υπάρχει αλήθεια και, ως εκ τούτου, είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς να την γνωρίσει, και ως πυρρωνισμός, σύμφωνα με τον οποίο για οποιαδήποτε άποψη κι αν υιοθετήσει κανείς μπορεί να ανατραπεί από κάποια άλλη άποψη, η οποία, με την σειρά της μπορεί να ανατραπεί από κάποια άλλη άποψη και ούτω καθεξής στο διηνεκές έτσι, ώστε, αν θα ήθελε κανείς να έχει την ησυχία του, το καλύτερο είναι να μπει μην στο παιχνίδι αυτό της αναζήτησης της αλήθειας, να επέχει. Για τον σκεπτικισμό βλ. Θ. Πελεγρίνης Εμπειρία και πραγματικότητα (Καρδαμίτσα, 1988) σς. 13 κ.ε. και Λεξικό της φιλοσοφίας (Ελληνικά Γράμματα 2006), στα σχετικά λήμματα.

[4] Βλέπομε, για παράδειγμα, μια ράβδο μισοβυθισμένη σε ένα δοχείο νερό και έχομε την εντύπωση ότι πρόκειται για δυο κομμάτια, ενώ είναι ένα κομμάτι. Και άλλα πολλά-πολλά τέτοια.

[5] Ασφαλώς, ένα ζώο αν βασανιστεί αισθάνεται πόνο ή, αντίθετα, όταν τρώει νιώθει ευχαρίστηση, αλλά τα αισθήματα αυτά είναι συνυφασμένα με το σώμα του. Κανένα ζώο, όμως, δεν μπορεί να νιώσει την ψυχική ευχαρίστηση που προκαλεί η λύση μιας μαθηματικής άσκησης ή το ψυχικό άγχος για το μέλλον της κοινωνίας.

[6] Για την κριτική που ασκήθηκε στις θεωρίες αυτές του Καρτέσιου βλ. Θ. Πελεγρίνης, Εμπειρία και πραγματικότητα, σσ. 122κ.ε, 262 κ.ε. και Φιλοσοφία και αμφισβήτηση (Ελληνικά Γράμματα 1996), σσ.. 90 κ.έ.

[7] Λόγος περί της μεθόδου, σ. μ΄.

[8] Ό.π.